Γράφει η Ισμήνη Χαρίλα
Μελετώντας την πορεία της λογοτεχνικής αφήγησης, παρατηρείται ότι δεν είναι σπάνιο φαινόμενο η γέννηση ενός μυθιστορήματος σε περιόδους που ο συγγραφέας βιώνει μια προσωπική ιστορία αγάπης, ευτυχισμένη ή μη. Εύλογα θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί εάν το ίδιο δύναται να συμβεί κατά την συγγραφή ενός παραμυθιού. Προτού βιαστεί να απαντήσει ενδεχομένως αρνητικά, θα έπρεπε πρωτίστως να σκεφτεί τον «Άγγελο» του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν.
Το παραμύθι αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε το Νοέμβριο του 1843 και, σύμφωνα με τους μελετητές του διάσημου παραμυθά, η πηγή έμπνευσης ήταν ο έρωτάς του για την σοπράνο Τζένη Λιντ, ενώ αφορμή στάθηκε ο θάνατος της κόρης ενός φιλικού του ζευγαριού.
Η αφήγηση ξεκινά με την μεταφορά ενός νεκρού παιδιού στον Παράδεισο από έναν Άγγελο. Καθώς περνούν από τις αγαπημένες τοποθεσίες του παιδιού, μαζεύουν λουλούδια για να τα φυτέψουν στον κήπο του Παραδείσου και κατά την εξιστόρηση αποκαλύπτεται ότι ένα από αυτά ανήκε στον Άγγελο, όταν ζούσε.
Κεντρική ιδέα επομένως του κειμένου είναι η έννοια του θανάτου και του σταδίου που ακολουθεί. Ο Άντερσεν υιοθετεί την άποψη της ύπαρξης Παραδείσου και της μετά θάνατον ζωής, καθώς και την παραδοχή ότι οι Άγγελοι είναι τα παιδιά που πεθαίνουν, αφού είναι αθώα και άδολα.
Το παραμύθι, σεβόμενο την βασική του αρχή, δηλαδή την έκφραση νοημάτων μέσω συμβολισμών, που απαλύνουν κάθε τρομοκρατική εικόνα στα μάτια ενός παιδιού, επικεντρώνεται στην αθανασία της ψυχής και στην παντοδυναμία του Θεού. Η πίστη σε Αυτόν χαρίζει στους ανθρώπους την δύναμη που χρειάζονται είτε για να προχωρήσουν είτε για να ξαναρχίσουν.
Τα λουλούδια, σύμβολο της Φύσης, με τον μαρασμό τους στη Γη και τη νέα τους άνθηση στον Παράδεισο, τονώνουν το αίσθημα της ελπίδας για αναγέννηση. Εξάλλου, ο σωματικός θάνατος που περιγράφεται στο παραμύθι, θα μπορούσε κάλλιστα να λειτουργήσει ομοίως συμβολικά και να εξισωθεί με το πνευματικό, ψυχικό ή ακόμη και ηθικό τέλμα.
Ο Άγγελος είναι ο φύλακας, ο φίλος ή ακόμη και το νοητό δίχτυ προστασίας που βασίζεται κάθε άτομο για να αντλήσει θάρρος και αισιοδοξία. Σε μια δυσοίωνη σκηνή, που εύλογα θα προκαλούσε τον φόβο, κάθε αρνητικό συναίσθημα διαλύεται.
«Αυτά τα λόγια έλεγε ένας άγγελος στο νεκρό παιδάκι, που κρατούσε στην αγκαλιά του για να το φέρει στον ουρανό. Και το παιδάκι άκουγε προσεκτικά και του φαινόταν, πως ζούσε ένα υπέροχο όνειρο».
Όπως και σε άλλα παραμύθια του, ο Άντερσεν δεν απομακρύνεται από τα δημοκρατικά ιδεώδη και δεν αμελεί να θίξει το ζήτημα της φτώχειας και της αναπηρίας, που βίωσε και ο ίδιος. Συνεπώς ο Άγγελος, κατά την επίγεια παρουσία του ήταν ένα φτωχό και άρρωστο αγόρι, που ζούσε σε ένα υγρό υπόγειο, με παρέα του ένα αγριολούλουδο.
Η τρυφερή μελαγχολία διακατέχει όλο το κείμενο και πιθανότατα κάποιος αναγνώστης να συνδύαζε τις απόψεις, που έχουν ακουστεί ανά καιρούς και υποστηρίζουν πως ιστορίες σαν τις παραπάνω είναι αντιπαιδαγωγικές και ουδόλως κατάλληλες για παιδιά.
Αν λάβουμε όμως υπόψη ότι τα παραμύθια απευθύνονται και στους ενήλικες, ανεξάρτητα από το αν κάποιος ενστερνίζεται ή όχι τις θέσεις του δημιουργού, δεν θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι είναι μια μορφή έκφρασης που αντιστρέφει θετικά τον αρνητισμό και περιγράφει με ευκολία τις φυσικές καταστάσεις που δεν αποτρέπονται;
Άλλωστε μήπως όλοι οι άνθρωποι δεν χρειάζονται κάποτε να πιστέψουν σε κάτι που υπερβαίνει τα δικά τους όρια και να τους δώσει ελπίδα;