από την Άρια Σωκράτους.
“Σας ορκίζομαι στην τιμή μου ότι είμαι αθώος. Η μάνα μου; Πού είναι η μάνα μου; Μόνο αυτή μπορεί να σταματήσει όλον αυτόν τον παραλογισμό”, θα φωνάξει ο Γιώργης ματαίως χωρίς να τον πιστέψει κανείς. Ούτε καν η ίδια του η μάνα, η οποία του έδωσε την κατάρα της για να τον κυνηγά για το υπόλοιπο της ζωής του.
Δύο δυνατές λογοτεχνικές πένες συναντώνται και δίνουν πνοή στην χαμένη τιμή ενός ανθρώπου που κατηγορήθηκε και διαπομπεύθηκε άγρια. Όταν ο δρόμος της Λίνας Σπεντζάρη συναντήθηκε με εκείνον της Έφης Καγξίδου σίγουρα δεν έγινε τυχαία. Ένας κοινός στόχος με όπλο την σύμπραξη της κοινής λογοτεχνικής τους πορείας θα δώσει στον Γιώργη, τον παππού της Έφης Καγξίδου τη φωνή και την ευκαιρία να διηγηθεί την πραγματική αλήθεια για ένα δραματικό συμβάν που συνέβη σχεδόν ένα αιώνα πριν.
Η Λίνα Σπεντζάρη και η Έφη Καγξίδου, οι συγγραφείς του βιβλίου “Ούτε η μάνα μου” που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Έξη μιλάνε στο Writersgang για το κοινό τους έργο και την πορεία τους.
- Είστε και οι δύο συγγραφείς του βιβλίου «Ούτε η μάνα μου». Πώς έγινε η σύμπραξη σας αυτή και πόσο δύσκολο είναι για δύο συγγραφείς με διαφορετικές ιδέες να συντονίσουν τη συγγραφική τους δεινότητα και να ολοκληρώσουν ένα λογοτεχνικό έργο;
Λίνα: Η αλήθεια είναι πως μόνο η Έφη ξεκίνησε το ταξίδι της συγγραφής του ΟΥΤΕ Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ συνειδητά. Εγώ μπήκα στο χορό χωρίς να το καταλάβω. Είχαμε συμφωνήσει από την αρχή πως εκείνη θα το έγραφε και γω απλώς θα την βοηθούσα. Βρεθήκαμε τελικά να δουλεύουμε μαζί, δώδεκα και δεκατέσσερεις ώρες τη μέρα και να το απολαμβάνουμε κιόλας. Μιλούσαμε όμως την ίδια γλώσσα και θαυμάζαμε η μια την πένα της άλλης. Έπαιζε η καθεμιά μας το ρόλο του αναγνώστη στο κείμενο της άλλης και μόλις τελειώναμε ένα κεφάλαιο, το διαβάζαμε πάντα φωναχτά. Άλλοτε δακρύζαμε, άλλοτε αγκαλιαζόμασταν κι άλλοτε κολλούσαμε για ώρες σε μια μόνο φράση, ώσπου να χαμογελάσουμε κι δυο μας ικανοποιημένες από το αποτέλεσμα. Η μεγαλύτερη δυσκολία που είχαμε ήταν, ότι οι πρωταγωνιστές του βιβλίου ήταν πρόσωπα υπαρκτά. Έπρεπε λοιπόν ν’ αποφεύγουμε να εμπλακούμε συναισθηματικά με τους ήρωες, που για την Έφη ήταν κι οι αγαπημένοι της παπούδες, για να αποδοθεί αντικειμενικά το δράμα τους και για να μην προσβάλουμε τη μνήμη τους.
2. Πώς ξεκίνησε η επαφή σας με τον κόσμο της λογοτεχνίας;
Έφη και Λίνα: Διαβάζαμε πάντα πολύ, είχαμε τις ίδιες αναζητήσεις, θαυμάζαμε τους ίδιους συγγραφείς και αγαπούσαμε ιδιαίτερα την ποίηση. Αυτός ήταν κι ο λόγος που ήρθαμε και τόσο κοντά. Μας άρεσε συχνά να μοιραζόμαστε τους καινούριους μας στίχους και να τους συζητάμε. Έχουμε ήδη εκδόσει από μια ποιητική συλλογή η καθεμιά μας και συνεχίζουμε.
3. Το βιβλίο «Ούτε η μάνα μου» πραγματεύεται μια αληθινή και συγκλονιστική ιστορία ενός ανθρώπου που κατηγορήθηκε για μια δολοφονία που ουδέποτε διέπραξε και για την οποία τον καταράστηκε ακόμα και η ίδια του η μητέρα. Πώς προέκυψε η ιδέα της συγγραφής αυτού του βιβλίου;
Έφη: Το βιβλίο αυτό για μένα, ήταν όνειρο χρόνων. Ήταν ένα τάμα στη μνήμη του παππού μου, που έζησε κυνηγημένος όλη του τη ζωή από το άδικο. Ήθελα ο παππούς μου να δικαιωθεί. Ήθελα ακόμη, να κάνω πραγματικότητα την παραίνεση του Πατριάρχη μας, του κ.κ. Βαρθολομαίου, που μου ζήτησε να γράψω όλα όσα μου διηγήθηκαν οι παππούδες μου για τα Βουρλά. «Δεν πρέπει να ξεχαστούν αυτά που βίωσαν οι πρόσφυγες», μου είπε και εγώ πήρα την απόφαση να συναρμολογήσω τα κομμάτια του παζλ των πληροφοριών που μάζευα από παιδί, για να γράψω κάποτε την ιστορία του παππού μου. Μα τα χρόνια που είχαν περάσει, αφήσανε τα σημάδια τους στις αντοχές μου. Ζήτησα τη βοήθεια της Λίνας Σπεντζάρη. Συγκινήθηκε και δέχτηκε μ’ ενθουσιασμό. Έτσι ξεκινήσαμε.
4. Ο χώρος της λογοτεχνίας στην Ελλάδα διέρχεται μια εντονότατη κρίση. Πιστεύετε ότι οφείλεται μόνο στην αυξανόμενη οικονομική κρίση ή είναι θέμα και μιας κρίσης αξιών;
Έφη και Λίνα:Τα βιβλία είναι ο καθρέφτης της κάθε κοινωνίας. Οι εικόνες και οι λέξεις τους, κουβαλάνε τις εμπειρίες των συγγραφέων τους από τα βιώματα του παρόντος τους, αλλά κι από τις προηγούμενες δεκαετίες της ζωής τους. Προσαρμόζονται δηλαδή τα κείμενα κάθε φορά στις συνθήκες της προσωπικής αλλά και της συλλογικής μνήμης των ανθρώπων. Έτσι, η οικονομική κρίση και η κρίση των αξιών καθρεφτίζονται σε κάθε βιβλίο που κυκλοφορεί. Παρόλ’ αυτά όμως, κάποια βιβλία ξεχωρίζουν και διαβάζονται πολύ. Αυτό είναι ένα κίνητρο ισχυρό για κάθε συγγραφέα, να βάλει το δικό του λιθαράκι στον πνευματικό πολιτισμό της χώρας του.
5. Ποιές είναι οι λογοτεχνικές σας αδυναμίες;
Έφη και Λίνα: Μάθαμε κι οι δυο μας για χρόνια πολλά, να συμπυκνώνουμε τον λόγο μας για να γίνει ποιητικός. Με λίγες λέξεις δηλαδή, να λέμε πολλά. Τώρα στο μυθιστόρημα, έπρεπε να μάθουμε ν’ αφήνουμε το κείμενο ν’ ανασαίνει.
6. Προτιμάτε το ηλεκτρονικό βιβλίο ή την μυρωδιά του φρεσκοτυπωμένου παραδοσιακού βιβλίου;
Δηλώνουμε λάτρεις του έντυπου βιβλίου. Για μας το βιβλίο έχει ψυχή. Έχει ανάγκη από αγκαλιές. Ανασαίνει μέσα από την ανάσα μας. Ζητάει τη φροντίδα και την προσοχή μας. Καμαρώνει στο ράφι της αγαπημένης μας βιβλιοθήκης και μας γνέφει να το ξαναδιαβάσουμε, κάθε φορά που νιώθουμε μοναξιά. Είναι ένας φίλος που μας συντροφεύει πάντα και παντού. Έρχεται μαζί μας ως την άκρη του κόσμου. Ακόμη και κει που πρίζες και καλώδια δεν υπάρχουν. Φτάνει μονάχα ένα κερί και το ταξίδι ξεκινά.
7. Ποιά είναι τα επόμενα λογοτεχνικά σας βήματα;
Έφη και Λίνα: Είναι μαγικός ο κόσμος της γραφής και μας παρασέρνει κάθε φορά σε καινούργιες περιπέτειες. Όπου να’ ναι, φτάνει στο τέλος του το επόμενο μυθιστόρημά μας, που το αγαπήσαμε κι αυτό πολύ και που ελπίζουμε να το μοιραστούμε σύντομα μαζί σας.