Γράφει η Ισμήνη Χαρίλα
Θα μπορούσε άραγε ένα έργο, που προέκυψε από μια έντονη εσωτερική ανάγκη του δημιουργού, να αποτελέσει τον προάγγελο νέων καλλιτεχνικών ρευμάτων; Η ιστορία της τέχνης και εν προκειμένω της λογοτεχνίας έχει ήδη απαντήσει θετικά σε αυτό το ερώτημα και η «Συλβί» του Ζεράρ ντε Νερβάλ είναι ένα απτό παράδειγμα.
Το κείμενο, που πρωτοδημοσιεύτηκε στις 15 Αυγούστου 1853, συμπεριλήφθηκε στις «Κόρες της Φωτιάς» και δημοσιεύτηκε ως βιβλίο το 1854.
Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα έργα του Νερβάλ και γράφτηκε κατά την περίοδο που το πρόβλημα των νευρικών κρίσεων, που τον ταλαιπωρούσε, είχε ενταθεί. Έχοντας επίγνωση της κατάστασής του – ας μην ξεχνάμε ότι ήδη από το 1841 νοσηλευόταν ανά διαστήματα – στρέφεται στο παρελθόν του, ζητώντας παρηγοριά και λύτρωση.
Ένα από τα τρία βασικά γυναικεία πρόσωπα του έργου είναι η Ορελί – δηλαδή η Τζέννυ Κολόν, μια ηθοποιός που ο Νερβάλ ερωτεύτηκε το 1836 και η οποία δεν ανταποκρίθηκε – τουλάχιστον ορατά – στο αίσθημά του και παντρεύτηκε με κάποιον άλλο.
Απελπισμένος και ψυχικά ταραγμένος, ο Νερβάλ καταφεύγει στο μέρος που γνωρίζει από παιδί, το Βαλουά και στην θύμηση των νεανικών του ερώτων. Το παρόν εμπλέκεται με το παρελθόν, η ανάμνηση με το όνειρο και το πραγματικό με το σουρεαλιστικό.
Δίνοντας από την αρχή το στίγμα της επιθυμίας διαφυγής και χρησιμοποιώντας στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση δεν αφήνει καμιά αμφιβολία στους μελετητές, ότι πίσω από τον αφηγητή κρύβεται ο ίδιος.
Από τη μια πλευρά λοιπόν η Κολόν συγχέεται με την Αντριέν, τον παιδικό πλατωνικό έρωτα του Νερβάλ και από την άλλη αντιπαραβάλλεται η Συλβί.
Η πρώτη είναι για αυτόν το ιδανικό: «Ένιωθα ότι ζούσα για εκείνη και ότι ζούσε μόνο για εμένα», ομολογεί και, παρόλο που ξέρει ότι ο έρωτας του είναι απέλπιδος, εξακολουθεί να παραμένει πιστός στην εικόνα της.
Η δεύτερη είναι η ξανθιά οπτασία επίσης απρόσιτη, αφού με προτροπή της οικογένειάς της ακολουθεί το μοναχισμό.
Τέλος η τρίτη – η Συλβί – είναι η μοναδική που θα μπορούσε να του χαρίσει την ευτυχία. Γήινη, ρεαλίστρια, απλή και καλόκαρδη, ξέρει τι αναζητά από τη ζωή της. Κι όμως ο ίδιος δεν κατορθώνει να την κρατήσει. Σίγουρος για την κατωτερότητά της και την υπομονετικότητά της – «Με περιμένει ακόμη… Ποιος θα την παντρευόταν; Είναι τόσο φτωχιά» – εκπλήσσεται με την πρόοδό της. Συμβαδίζοντας με την εποχή της, εκείνη ξεφεύγει από την οικογενειακή μοίρα της χωρικής και κερδίζει τα προς το ζην μέσω της κατασκευής δαντελών και γαντιών. Συνειδητοποιώντας δε εγκαίρως την ματαιότητα της αναμονής κάποιου που δεν θα ήταν ικανός να την αγαπήσει, όπως της αξίζει, αρραβωνιάζεται και σχεδιάζει την μελλοντική της ζωή.
Το έργο επομένως κατακλύζεται από συμβολισμούς που δεν περιορίζονται όμως μόνο σε αυτούς που αφορούν την έκφραση των γυναικείων αισθημάτων.
Εν πρώτοις ο θάνατος της Αντριέν, που ο αφηγητής μαθαίνει από τη Συλβί στο τέλος, λειτουργεί ακόμα μια φορά ενωτικά για τις τρεις γυναίκες. Επιπρόσθετα διαλύει κάθε αμφιβολία για την πιθανότητα δεσμού του Νερβάλ με την ηθοποιό και ταυτόχρονα γίνεται προάγγελος της αυτοκτονίας του πρώτου και του θανάτου της δεύτερης.
Το τρίπτυχο αυτό συναντάται ξανά στα «Άνθη του Κακού» του Μπωντλέρ, του ποιητή που επηρεάστηκε από τον Νερβάλ και χρησιμοποίησε ομοίως συμβολικά τις τρεις γυναίκες της ζωής του για να περιγράψει τις διαφορετικές εκφάνσεις του έρωτα. Αξιοσημείωτο δε είναι ότι και οι δυο δημιουργοί προσπαθούν να θεραπευτούν μέσω της τέχνης τους.
Η αναφορά στο έργο του Ζαν – Αντουάν Βαττώ, το «Ταξίδι στα Κύθηρα», παραπέμπει στη φυγή από την σκληρή πραγματικότητα και την επιστροφή στην ασφάλεια, την ηρεμία και την αθωότητα, ενώ οι παραπομπές στην Ελοΐζα του Ρουσσώ δεν οφείλονται μόνο στο θαυμασμό που έτρεφε ο Νερβάλ για τον φιλόσοφο του 18ου αιώνα, αλλά εξυπηρετούν την σύγκριση των δυο εποχών και της συμπεριφοράς των ηρώων.
Το παιχνίδι του φωτός και των σκιών υποδηλώνει την αβεβαιότητα και την ασάφεια του μέλλοντος, ενώ η ανάμνηση του χαμένου παραδείσου είναι αυτή που θα υιοθετηθεί αργότερα από τον Μαρσέλ Προυστ στο αριστούργημά του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο».
Η αγάπη της Κολόν για το θέατρο, της Αντριέν για το τραγούδι και της Συλβί για τον χορό τις αναδεικνύει σε άυλες, Μούσες, που χαρίζουν την έμπνευση και την πνευματική ανύψωση.
«Οι κόρες της Φωτιάς» επομένως – αρχικός τίτλος «Χαμένοι Έρωτες» – δεν είναι παρά ένα ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στο όνειρο και τον παρόντα χρόνο, μια λυρική έκφραση του Ρομαντισμού, πρόδρομος του σουρεαλισμού που δίνει την αίσθηση του αφηρημένου, όπως θα εκφραστεί τον επόμενο αιώνα από τον Αντρέ Μπρετόν.