Γράφει η Ισμήνη Χαρίλα
Οι ποιητές έχουν το χάρισμα να εκφράζουν με ελάχιστους στίχους τη μεγαλειώδη δυναμική του κόσμου και βασιζόμενος στην ποιητική του ιδιότητα, ο Αλεξάντρ Πούσκιν, επιτυγχάνει να αποτυπώσει στο έμμετρο μυθιστόρημά του «Ευγένιος Ονέγκιν», το αιώνιο ερωτικό συναίσθημα, που άλλοτε ανυψώνει και άλλοτε καταβαραθρώνει τα ανυποψίαστα θύματά του.
Παρόλο που το έργο ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια οχτώ ετών, από το 1823 έως το 1830, η αφηγηματική φόρμα είναι μικρής έκτασης. Ο Ρώσος ποιητής, πιστός στις αρχές της τεχνικής του, αποδίδει με λυρισμό την επίδραση του έρωτα στους βασικούς πρωταγωνιστές: τον Ευγένιο, την Τατιάνα και τον Λένσκη. Ευφυής και ιδιαίτερα παρατηρητική, η πένα του Πούσκιν αποκαλύπτει τις ψυχικές διακυμάνσεις των ηρώων.
Από τη μια πλευρά, ο Ευγένιος Ονέγκιν, ένας Δον Ζουάν που σαν αράχνη άβουλα παγιδεύει στον ιστό της την αθώα και αδικαιολόγητα μελαγχολική Τατιάνα. Σε αντιδιαστολή, η νεαρή αθώα ύπαρξη που τολμά να κατανικήσει τις αναστολές της και να του ομολογήσει τις μύχιες σκέψεις της. Η απόρριψη του έρωτά της από τον Ευγένιο, είναι αναμενόμενη και εύλογη, ωστόσο εκπλήσσει η τιμιότητα και η ειλικρίνειά του κατά την απόκρουσή της.
Ο Λένσκη δεν αντικατοπτρίζει παρά το πρότυπο του ερωτευμένου που παραδίνεται στο πάθος του, τυφλώνεται από τη ζήλεια του και παρασύρεται από τη δίνη ανυπόστατων και σκοτεινών πιθανοτήτων.
Ο έρωτας επομένως παρουσιάζεται από τις δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος και ο Πούσκιν συγκαταλέγεται στη μειονότητα των συγγραφέων, που ψυχογραφούν απαράμιλλα και ισότιμα, τις ανδρικές και γυναικείες μορφές.
Όπως αναφέρουν οι μελετητές του Πούσκιν, ο «Ευγένιος Ονέγκιν» ξεπερνά την επιρροή του ρομαντισμού και ενέχει στοιχεία ρεαλισμού, που την περίοδο εκείνη δεν είχε ακόμα εμφανιστεί στη λογοτεχνία. Ο ίδιος ο Πούσκιν αναφέρει ότι η Τατιάνα «ήταν ερωτευμένη με τις φαντασιοπληξίες του Ρίτσαρντσον και του Ρουσσώ», υποδηλώνοντας ότι οι ήρωες του θα πρέπει να ξεφύγουν από την υποκειμενικότητα και την κυριαρχία των ονείρων και να προσγειωθούν στην πραγματικότητα για να την αντιμετωπίσουν.
Άλλωστε το συγκεκριμένο έργο δεν επικεντρώνεται μόνο στον έρωτα, αλλά χλευάζει την υποκρισία της ρωσικής κοινωνίας της εποχής του. Ο Ευγένιος είναι ένας δανδής, που έχει το χάρισμα να χειρίζεται και να εκμεταλλεύεται τους ανθρώπους. Ένας αριστοκράτης απατεώνας, που ακολουθεί το παράδειγμα του πατέρα του, που «ζούσε καλά, με αξιοπρέπεια και με διάφορα χρέη». Καυστική η ειρωνεία του Πούσκιν, που σατιρίζει μέσω του προσώπου του Ονέγκιν την αντίφαση των τάξης των ευγενών, στην οποία ανήκε και ο ίδιος.
Χρησιμοποιώντας τη μορφή του αφηγητή, που έχει και ενεργή παρουσία στο έργο, ο ποιητής εκφράζει ορισμένες από τις απόψεις του για την ανθρώπινη συμπεριφορά. Η ανία που νιώθει ο Ευγένιος δεν είναι παρά αποτέλεσμα της ανούσιας και παρασιτικής ζωής του: «Η αρρώστια που πρέπει να βρούμε την αιτία της στην εγγλέζικη πλήξη και τη ρωσική υποχονδρία», γράφει και καυτηριάζει την επιρροή του ξένου τρόπου ζωής στους συμπατριώτες του.
Πλήθος νοημάτων, έντονη θεατρικότητα κατά την αφήγηση, γλαφυρές περιγραφές και κορύφωση του δράματος μέσω ενός είδους κάθαρσης, αφού οι ρόλοι αντιστρέφονται και ο Ευγένιος βιώνει την απόρριψη του έρωτά του από την Τατιάνα. Ο θάνατος απαξιώνεται, ενώ η ταπείνωση κινείται εντός των ορίων της αξιοπρέπειας. Παράδοξο είναι επίσης το γεγονός ότι ο Πούσκιν πέθανε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που επέλεξε για τον ποιητή Λένσκη: κατά τη διάρκεια μιας μονομαχίας για την υπεράσπιση μιας γυναίκας. Ειρωνεία της τύχης, προαίσθημα του λογοτέχνη ή φυσική κατάληξη λάθος επιλογών;
Σε κάθε περίπτωση είναι εμφανές ότι η διαχρονικότητα του «Ευγένιου Ονέγκιν» δεν οφείλεται ενδεχομένως στην παραφωνία του ερωτικού ντουέτου, αλλά στην υποβόσκουσα επαναστατικότητα και αμφισβήτηση υφιστάμενων δεδομένων.