από τη Μαρίνα Δημητρέλλη
Καμιά φορά ονειρεύομαι ότι σταματάμε στη μέση του δρόμου, με αγκαλιάζεις και στροβιλιζόμαστε.
Τα χείλη σου είναι ζεστά.
Τα χέρια σου, όμορφα και άγρια, σαν κλαδιά τριανταφυλλιάς, με πονάνε καθώς μακραίνουν και απλώνονται επάνω σε όλο μου το σώμα.
Ο κόσμος μας κοιτά. Εσένα αυτή τη φορά δεν σε νοιάζει, καθόλου.
Γίνομαι κάπως ελαφριά, αρχίζω να αιωρούμαι. Το σώμα μου γίνεται εύπλαστο και παίρνει το σχήμα της διαδρομής που κάνει το στόμα σου επάνω στη γυμνή μου σάρκα.
Καμιά φορά ονειρεύομαι ότι με αγαπάς.
Η φωνή σου χαϊδεύει απαλά το λαιμό μου.
«Σε αγαπώ» λες.
«Σε θέλω» λέω.
Καμιά φορά ονειρεύομαι πως δεν υπάρχει ο κόσμος μας. Ούτε ο χρόνος. Πως βρισκόμαστε μονάχοι σε όλο το σύμπαν, εσύ κι εγώ.
Το μόνο που ακούγεται είναι οι ανάσες μας κι ο ήχος που κάνουν τα φιλιά μας. Τα άστρα στις παρυφές του σύμπαντος πάλλονται καθώς το ένα σώμα μπαίνει μέσα στο άλλο.
Δεν υπάρχει ο χωροχρόνος. Μόνο στρόβιλοι αέρα που γυρίζουν μανιασμένα γύρω από τα αγκαλιασμένα μας σώματα.
Τα χέρια σου εισέρχονται στο εσωτερικό μου. Το δέρμα μου αρχίζει να σκίζεται καθώς τα αγκάθια γδέρνουν την απαλή επιδερμίδα. Το αίμα αρχίζει να κυλά αργά. Οι φλέβες μου τώρα διαφαίνονται.
Η σάρκα εξαφανίζεται. Φτάνεις στην καρδιά. Οι αντλίες της ζωής μου ανοιγοκλείνουν με αγωνία. Χρειάζομαι μια δυνατή ανάσα.
Με φιλάς και αιωρούμαστε. Εγώ χωρίς σάρκα, εσύ με τα αγκάθια σου κατεστραμμένα.
Ναι, καμιά φορά ονειρεύομαι πως είμαστε ένα.
Πολύ σπάνια ονειρεύομαι πως κοιμάσαι δίπλα μου τα βράδια. Ξυπνάω από τον εφιάλτη τη στιγμή της τελευταίας μου ανάσας και μου λες «εγώ είμαι εδώ». Αυτό ανακουφίζει κάπως τον τρόμο μου. Έπειτα φτάνω ως τα πόδια σου κι αποκοιμιέμαι πάλι εκεί.
Κι ύστερα έρχεται η μέρα και σε παίρνει μακριά μου.
Καμιά φορά νομίζω πως ονειρεύομαι. Ώσπου το βλέπω τελικά πως όλα αυτά είναι η πραγματική αλήθεια.