normal_Dorothea_Lange_108

Μάνα…

Πες μου!

Έτσι φαντάστηκες πως θα γινόταν

Σαν με κράτησες μωρό στην αγκαλιά σου;

Την ώρα που η καρδιά μου μονάχη

Χτύπησε για πρώτη φόρα,

Όταν η ανάσα μου ξεχώρισε πια

Απ’ τη δική σου;

Για δε μιλάς!

Έτσι ονειρεύτηκες τη ζωή μου;

Να σέρνεται μέσα στις λάσπες που άλλοι

Δημιούργησαν για μένα;

 

Μάνα…

Ποτέ όσο ζω δεν θα ξεχάσω,

Το βλέμμα σου το πονεμένο

Σαν μου έδινες να πιώ νερό βροχής

Ίσα, να ξεδιψάσω

Ποτέ δε θα σβήσει η θωριά σου

Η βασανισμένη

Την ώρα που το ρούχο σου έβγαζες

Για να ζεστάνεις εμένα.

 

Μάνα…

Τα μάτια σου είν’ δακρυσμένα

Σαν με βλέπεις να δυστυχώ.

Πες μου, θέλω να ξέρω, μάνα…

Επέλεξες εσύ να με γεννήσεις

Για να πονώ ή για να με βλέπεις να πεινώ;

Ήσουν εσύ που ήθελες

Να με κουβαλήσεις στις πλάτες σου

Περνώντας βουνά και θάλασσες

Για να με σώσεις απ’ τον πνιγμό;

Ήσουν εσύ που διάλεξες

Να μη γνωρίσω πατρίδα;

 

Πες μου! Σε ρωτώ!

 

Μάνα…

Τα σπλάχνα σου, το ξέρω,

σκίζονται στα δυο

Σαν η βροχή αλύπητα με χτυπά.

Μα, στο βλέμμα σου το διακρίνω μάνα

Ελπίζεις!

 

Δυνατός θέλεις να γίνω για να αντέξω.

 

Σκέφτεσαι πως ακόμα

Υπάρχουν άνθρωποι! Υπάρχει Θεός!

Τι κι αν εσύ τον λες Αλάχ;

Τι κι αν εκείνοι τον λεν’ Θεό;

Ο ίδιος Θεός δεν είναι;

 

Μάνα…

Για δε μιλάς,

Φοβάσαι μάνα;

Μη σκιάζεσαι σου λέω!

Μη χολιάς.

Δες εμένα που σου χαμογελώ.

Εγώ, έγινα σκληρός

Εσένα σαν κοιτούσα να παλεύεις.

Θα τα καταφέρω σίγουρη να ‘σαι

γιατί ο ίδιος Θεός, μάνα

θα με προστατεύει.