Κυριακή βράδυ, και μόλις έχω επιστρέψει από το σπίτι εκείνου του άντρα που ανέχεται τις παραξενιές, και τις παλαβομάρες μου.
Χώνομαι κάτω από το ντους και ακούω το σταθερό να χτυπά.
Με κίνδυνο θανάσιμης γλίστρας στο πλακάκι του μπάνιου, τυλίγομαι με το πετσετικό, και απαντώ.
Ήταν ο φίλος μου και παλιος συμμαθητής, ο Μάνος.
Τον άκουσα στεναχωρημένο αλλά και θυμωμένο.
Με έπεισε να βγούμε για ποτό να μου μιλήσει. Και δέχτηκα.
Είχα καιρό να βρεθώ με τον Μάνο.
Θες τα προβλήματα; Οι δουλειές μας; Τα γκομενικά μας; Μείναμε μήνες μακριά.
Αλλά πάντα τον αγαπώ, και πάντα θέλω να είναι καλά.
Μετά τα καθιερωμένα “δεν άλλαξες καθόλου”, “σε παρακολουθώ, σε διαβάζω και σε καμαρώνω” και τα πρώτα μοχίτο, μπήκαμε στο ψητό.
Άρχισε να μου κάνει παράπονα για τις παλιές μας συμμαθήτριες.
“Ρε μαλάκα, πάντα ήμουν διαθέσιμος. Να τις ακούω όλες τους, να μιλάμε με τις ώρες στο τηλέφωνο, να τις παρηγορώ για τα λάθη και τις ατυχίες, πάντα! Τηλέφωνα, καφέδες, σινεμά, ξεκαρφώματα για γκόμενους να ζηλέψουν, ποτά, όλα! Πάντα και παντού παρών. Κι όταν γνώρισα την Ελένη… ”
“Όλα άλλαξαν, ε;” Πετάχτηκα όσο έστριβα την γλυκόριζά μου.
“Ναι!” Είπε ο Μάνος, με θυμό και παράπονο.
“Μετά τον τελευταίο μου χωρισμό, ήμουν διαθέσιμος για όλες, κι όταν αποφάσισα να κάνω μια νέα αρχή με την Ελένη, όλες τους ήταν όλο ειρωνία και κακίες. Λες κι έχασα το τρένο για την ευτυχία, κι η μόνη μου εναλλακτική, ήταν αυτές για να ζήσω!”
“Για συνέχισε…” Είπα με σηκωμένο φρύδι όσο έσπρωχνα με μανία το καλαμάκι τον δυόσμο, πάνω στην καστανή, στον πάτο του δεύτερου μοχίτο μου.
“Άρχισαν να μιλάνε άσχημα για εκείνη. Οτι με πιέζει, οτι με ζορίζει, ότι δεν μου αξίζει, οτι με εκμεταλλεύεται! Λες κι εγω είμαι τόσο μαλάκας, που δεν θα καταλάβαινα αν με δουλεύει η Ελένη ή όχι. Λες κι είμαι χτεσινός με τις γυναίκες, κι ότι μόνο αυτές θέλουν να με προστατεύσουν!”
“Μάνο μου, κατά βάθος ξέρεις πως τα κορίτσια, χάσαν την βολή τους, τις εξόδους τους, τα σινεμά τους, μια ρουτίνα που τις βόλευε, η οποία περιείχε κι εσένα μέσα, κι ήταν διαμορφωμένη γύρω από τη δική σου διαθεσιμότητα. Και όταν ήρθε η Ελένη, τους τα χάλασε.” Είπα, κρατώντας του το χέρι.
Ο Μάνος ήταν εκεί, σιωπηλά κι αθόρυβα και για μένα. Ένα “έλα απο δω” σε μήνυμα, αρκούσε για να έρθει από το σπίτι μου, και να αδειάσουμε ενα μπουκάλι τεκίλα απλά κοιτώντας το ταβάνι, χωρίς να με ρωτήσει τίποτα. Αλλά τίποτα.
“Ρε μαλάκα, δεν είπα οτι δεν θα τις βλέπω, αλλά όλο αυτό το συνέχεια μαζί σταμάτησε. Και τους κακοφάνηκε. Και κατηγορούν την Ελένη! Οτι εκείνη μου βάζει λόγια για εκείνες, και τις έκοψα.”
“Φυσικά το κάνουν, και θα συνεχίσουν να το κάνουν αγόρι μου, γιατί αρνούνται να δεχτούν οτι δεν είναι πια η προτεραιότητά σου, κι οτι έχεις μια ζωή στην οποία έρχονται τρίτες και τέταρτες.”
Μιλήσαμε αρκετή ώρα με τον Μάνο, του μίλησα για το πως έχει αλλάξει και η δική μου ζωή, εδώ και εννιά μήνες, και φώτισαν τα μάτια του, κάτι που στις φίλες μας, δεν συνέβη για την ευτυχία του Μάνου.
Γύρισα σπίτι, κι άρχισα να γράφω αυτό το κείμενο, και αποφάσισα να συμβουλεύσω κάτι εσάς, τις φίλες των ανδρών.
Ξέρω οτι τους βλέπετε σαν φίλους, σαν αδερφούς σας, σαν κομμάτι σας. Αλλά μην επεμβαίνετε στις επιλογές και τις ζωές τους. Θα βγείτε χαμένες, κι εκτός. Όπως δεν ακούτε εσείς τις αποτρεπτικές τους συμβουλές για τον κάθε παπάρα που πάτε και μπλέκετε και θέλετε να το ζήσετε, όπως λέτε, το καλό που σας θέλω είναι να αφήσετε τον φίλο, τον κολλητό, τον αδερφό σας, να ζήσει κι αυτός. Και κοιτάξτε να χαρείτε με την χαρά του, και κόψτε τα προσποιητά χαμόγελα κατανόησης και συγκατάβασης. Οι άντρες δεν είναι ηλίθιοι. Προσέξτε καλά, γιατί αντί να κερδίσετε μια φίλη, την εκάστοτε σύντροφό του, χάνετε και τον ίδιο. Όχι γιατί εκείνη του βάζει λόγια και του κάνει σκηνές, αλλά γιατί καταντάτε ανυπόφορες στην κριτική και στην κακία.
Συμμαζευτείτε, εσείς χάνετε. Γνωρίστε την, δείτε πως χαμογελά εκείνος όταν μιλά για εκείνη. Κι όσο κι αν σας ακούγεται γλυκανάλατο, χαρείτε. Αλλιώς, η ξινίλα θα σας μείνει.