Από την Ισμήνη Χαρίλα
Πικρή και συνάμα λυτρωτική αίσθηση αφήνει στον αναγνώστη το «Σεργιάνι στο Γκιναρντό», του Ισπανού λογοτέχνη Χουάν Μαρσέ.
Το μυθιστόρημα, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1984 αλλά κυκλοφόρησε μόλις πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη, αναφέρεται στις 8 Μαΐου 1945, την ημέρα που υπογράφηκε στο Βερολίνο η συνθηκολόγηση της Ναζιστικής Γερμανίας.
Με αφορμή την υπηρεσιακή εντολή ενός αστυνόμου να συνοδεύσει μια απρόθυμη ορφανή έφηβη στο νεκροτομείο για να αναγνωρίσει τον προ δυο ετών βιαστή της, ο Μαρσέ στήνει ένα ρεαλιστικό σκηνικό, όπου δεσπόζουν οι έντονες αντιθέσεις, οι συμβολισμοί και ο βασικός πρωταγωνιστής κατέχει το ρόλο του αντιήρωα.
Η ανυπαρξία ιδιαίτερης πλοκής, ενώ αρχικά φαίνεται ως αδυναμία του κειμένου, είναι ουσιαστικά το μεγάλο του πλεονέκτημα. Ο συγγραφέας, σεβόμενος την αρχή ενός σφιχτού κειμένου δεν αναπτύσσει υπερβολικά την ιστορία και υπάρχουν γρήγορες εναλλαγές ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν. Επιπρόσθετα, αναπάντητα παραμένουν τα ερωτηματικά για το ένοχο μυστικό που υπονοείται ότι κρύβει ο αστυνόμος, ένας υπηρέτης του νόμου, που άλλοτε εμφανίζεται υπέρμετρα και παράλογα πιστός σε ηθικές αξίες και άλλοτε μεθά και μεταμορφώνεται σε ένα βίαιο και επικίνδυνο άτομο.
Το μεγαλύτερο μέρος της υπόθεσης εξελίσσεται κατά τη διάρκεια της ημέρας, όμως το σκοτάδι εδραιώνει την παρουσία του μέσω της ένδειας, της ρυπαρότητας και της ασχήμιας. Άνθρωποι ερείπια, απομεινάρια ενός παράλογου πολέμου και μια ξεπεσμένης κοινωνίας που συνήθισε τόσο πολύ τη φρίκη και την παραβατικότητα, ώστε να μην της προκαλεί πλέον καμιά εντύπωση.
Σημαντικό ρόλο κατέχει και το θρησκευτικό στοιχείο, όχι μόνο γιατί η μικρή ορφανή μεγάλωσε και ζει σε ένα ίδρυμα που διοικείται από καλόγριες, αλλά γιατί συμβολίζει την αιώνια πάλη ανάμεσα στο καλό και το κακό. Η κόλαση που τους περιβάλλει και ο παράδεισος στον οποίο προσδοκούν. Ένας αέναος κύκλος που θα κλείσει ενδεχομένως κάποτε με επικράτηση των θετικών αξιών, αλλά προς το παρόν ταλανίζει όσους βρίσκονται παγιδευμένοι σε αυτόν. Προβληματισμούς δημιουργεί εμμέσως και η στάση της Εκκλησίας απέναντι σε ένα διαλυμένο Κράτος και η συγκαλυμμένη αδυναμία ή πιθανότατα στρατηγική επιλογή της να διατηρήσει αποστάσεις ασφαλείας.
Παράλληλα οι αμαρτωλές πράξεις της ορφανής Ροσίτα, ενός αθώου παιδιού που εξαναγκάστηκε να μεγαλώσει απότομα, οξύνουν την ειρωνεία που κυριαρχεί στο συγκεκριμένο έργο. Θύμα που μετατρέπεται σταδιακά σε θύτη και ενσωματώνεται σε μια νοσηρή κοινότητα που εθελοτυφλεί μπροστά στη βιαιότητα που βιώνουν τα παιδιά της. Ο ίδιος ο αστυνόμος «συλλογίζεται την περιπλανώμενη απάτη που αντιπροσώπευε η ορφανή» και οι μάσκες πέφτουν. Το ανασηκωμένο πέπλο δεν θα αποκαλύψει παρά τη δύσμορφη αλήθεια που κρυβόταν πίσω από την δικαιολογημένη αθλιότητα.
Οι συμβολισμοί κατακλύζουν το κείμενο και ευνοούν την αβίαστη εξέλιξη. Η συχνή αναφορά στα λουλούδια και τα φυτά δεν χρησιμεύει παρά ως σύμβολο της άνοιξης και της αναγέννησης στην οποία ελπίζουν και αναμένουν όσοι εξακολουθούν να ονειρεύονται. Το νερό, στοιχείο καθαρότητας, δεν ξεπλένει μόνο τη Ροσίτα, αλλά διαγράφει το διπλό προσωπείο της. Παράλληλα το ακέφαλο νεκρό περιστέρι, πεταμένο στον υπόνομο, αντιπροσωπεύει την αποπομπή της ελευθερίας και την οικειοθελή υποχώρηση σε μια χώρα που επιλέγει την ένοχη σιωπή υπό τη σκιά της λογοκρισίας ενός δικτατορικού καθεστώτος.
Ο συνδυασμός όλων των παραπάνω μετουσιώνει το «Σεργιάνι στο Γκιναρντό» σε ένα δυνατό μυθιστόρημα, αντάξιο του δημιουργού του, που τιμήθηκε το 2008 με το βραβείο Θερβάντες για το σύνολο του έργου του.