Με κρατάς αγκαλιά στο κρεβάτι.
Με σφίγγεις. Με μυρίζεις, με χαιδεύεις και λιώνω στα χέρια σου πάνω. Και το νιώθεις που σπαρταράω…
Με κοιτάς στα μάτια και μου χαϊδεύεις το μάγουλο.
Με ξανασφίγγεις πάνω σου, ζητώντας μου να κουμπώσει το στέρνο σου με την πλάτη μου, και σε νιώθω να ανασαίνεις στον αυχένα μου.
Σου λέω: “δε σε χορταίνω”
Μου λες: “κι αν με βαρεθείς;”
Σου απαντώ λοιπόν κι από δώ, γιατί μωρό μου, τα γραπτά μένουν.
Πώς μπορεί μια γυναίκα που είναι καλά στα μυαλά της, να αρνηθεί την στοργή που της χαρίζει ο άντρας που γουστάρει;
Πώς να πω όχι σε μια καρδιά που χτυπά πάνω μου τις νύχτες, τ´απογεύματα, τα πρωϊνά;
Πώς να βαρεθώ περίτεχνα χάδια στο κορμί μου από δέκα υπέροχα μακριά και καλοσχηματισμένα δάχτυλα που ταξιδεύουν πάνω στο δέρμα, τα μαλλιά μου;
Πώς να βαρεθώ περιπάτους που μου κρατάς το χέρι σφιχτά, που με κρατάς μην πέσω, κυριολεκτικά και μεταφορικά;
Πώς να βαρεθώ τα φιλιά σου στο χαμόγελό μου που μου προκαλείς εσύ;
Πώς να βαρεθώ την ανοχή και αντοχή σου στις παραξενιές και την γκρίνια μου;
Πώς να βαρεθώ το γέλιο που αντιτάσσεις σε κάθε μικροξέσπασμα ζήλιας μου;
Πώς να βαρεθώ το χιούμορ σου, τις παραπονιάρικες γκριμάτσες σου όταν προσπαθώ να σου χαλάσω χατήρι;
Πώς να βαρεθώ τις σφαλιάρες που μου χώνεις στον κώλο όποτε σηκώνομαι από εκεί που κάθομαι;
Πώς να βαρεθώ έναν άντρα που γουστάρω να φροντίζω, να του μαγειρεύω, να τον χαϊδεύω, να τον φιλάω μέχρι κατσιάσματος, να του κάνω έρωτα μέχρι τελικής ανάσας;
Πες μου πώς γίνεται;
Εγώ να δεις τί φόβους έχω. Αλλά δε στους λέω. Γιατί δεν θα επαναλάβω κανένα σφάλμα του παρελθόντος πάνω σου.
Έχε κάτι στο νού σου, μωρό μου. Κάτι που έχω κι εγώ. It takes two to tango. Κι εμείς τώρα μαθαίνουμε τα βήματα. Έχοντας αφήσει πίσω μας χωρούς και παρτενέρ του παρελθόντος.
Εσύ κι εγώ. Ταγκό μαζί.
Είσαι η λευκή μου σελίδα και γράφω πάνω σου.
Είμαι το καινούριο σου μπλόκ. Ζωγράφισέ με.