Ξύπνησα από τον κυριακάτικο ήλιο που τρύπωσε από την κουρτίνα. Εμ βέβαια. Αν κοιμάσαι με ανοιχτά παντζούρια το βράδυ, αυτά παθαίνεις.

Είπα να πάω για τρέξιμο. Να αδειάσω το κεφάλι μου απ’ τα σκουπίδια, και να ρουφήξω όλες τις καλοκαιρινές μυρωδιές του άλσους της γειτονιάς μου.

Νεαρά ζευγάρια έκαναν ποδηλατάδα, παιδιά έπαιζαν με τα σκυλιά τους.
Σταμάτησα για λίγο, κι έβλεπα τα χρώματα που έπαιρνε ο ουρανός όσο ο ήλιος ανέβαινε ψηλότερα.
Είναι διαφορετικά από τα χρώματα της δύσης, αυτά της ανατολής, το ‘χετε παρατηρήσει;
Μπήκα στ´αμάξι και πήγα σε ενα ήσυχο καφέ στο Μαρούσι, να πάρω την πρώτη σκέτη και διπλή δόση καφεΐνης μου.
Τέτοια ώρα Κυριακής συνήθως, απολάμβανα την μοναξιά μου, στην καλύτερη περίπτωση, και κάποιες φορές, την περιστασιακή συντροφιά ενός μαύρου αλητόγατου που με είχε ερωτευτεί. Εμένα και τις μπουκιές ζαμπόν που θρασύτατα απαιτούσε από το τόστ μου.
Αλλα σήμερα δεν ήμουν μόνη.
Πριν απο μένα, είχε βρεθεί εκεί μια κοπέλα, στα τριαντακάτι της. Το ντύσιμό της πρόδιδε ξενύχτι Σαββατόβραδου, κι όχι Κυριακάτικου πρωινού καφέ. Νυχοπατώντας, κάθησα στο παραδίπλα τραπέζι της.
Την άκουσα να ρουθουνίζει.
Δεν μίλησα.
Πάλευε να ανάψει ενα τσιγάρο με αναπτήρα που δεν άναβε. Της έδωσα φωτιά.
Μου ρίχνει ένα βλέμμα με μουτζουρωμένη απο το κλάμα ματιά.
Πάγωσα.
Συνέχισε να ρουθουνίζει πιο δυνατά κοιτώντας το κινητό της. Έριξα κλεφτή ματια.
Είδα εναν άντρα στην οθόνη
Της ζήτησα τσιγάρο. Μου έδωσε, σε ανταπόδοση της φωτιάς μου για το επόμενο δικό της. Για ώρα παρατηρούσαμε η μια την άλλη. Είτε με κλεφτές ματιές είτε απροκάλυπτα και διερευνητικά.
Σαν να έβλεπε η μιά στο πρόσωπο της άλλης μια οικεία εικόνα από το κοντινό της παρελθόν…
Έβγαλα το χαρτί με το μολύβι που κουβαλώ πάντα μαζί μου, συνήθεια που έχω απο παιδί ακόμη. Την κοιτώ στα μάτια, της τα αφήνω στο τραπέζι της και της είπα:
“Μην μου πεις λέξη. Γράψε τα. Όλα.”
Με κόιταξε με απορία.
Επανέλαβα την φράση μου και όσο και να σας φανεί παράξενο, υπάκουσε.
Της άφησα χώρο και χρόνο.
Μετά απο ώρα, ψέλλισε να πλησιάσω.
Είχε γράψει τρεις σελίδες.
Πήρα το σημειωματάριο μου και την ευχαρίστησα με λόγια αλλά και με ένα βλέμμα που έλεγε ιστορίες χρόνων.
Με ρώτησε το όνομά μου. Της τό δωσα, αλλά της είπα να με αναζητήσει στο Facebook με το όνομα Sibyl Vane , όπου θα δει και την ιστορία της.
Δεν την ρώτησα το δικό της.
Όσοι βιαστείτε να πείτε πως όλα αυτά τα έβγαλα από το κεφάλι μου με την θεσπέσια κόμη, κρατήστε τη γλώσσα σας, γιατί το επόμενο post, θα περιέχει φωτό απο το χειρόγραφο των μουτζουρωμένων ματιών που το έγραψαν.
Έφυγα, λέγοντάς της μια φράση:
“Είναι διαφορετικά από τα χρώματα της δύσης, αυτά της ανατολής, το ‘χετε παρατηρήσει;”