Απόγευμα Τρίτης, και φτιάχνω καφέ να συνέλθω από την βουή του γραφείου και να αποφορτιστώ.
Ξαπλώνω στο κρεβάτι και ανοίγω το σημειωματάριό μου να διαβάσω τις σκέψεις μου, μήπως και μπουν από μόνες τους σε μια σειρά. Όποιος προσπάθησε να τις τακτοποιήσει, απλά τις έκανε χειρότερο κουβάρι έχω να σας πω.
Αντί να πέσω πάνω στις δικές μου σκέψεις λοιπόν, έπεσα πάνω στις σκέψεις εκείνης που είχα συναντήσει εκείνο το κυριακάτικο πρωί στο Μαρούσι.
´Εκατσα λοιπόν και άρχισα να το διαβάζω με προσοχή, ανάβοντας τσιγάρο.
Υπάρχει πολύς πόνος από άδοξους έρωτες τελικά.
Θα σας μεταφέρω την ιστορία της ακριβώς όπως μου την έγραψε.
“Ήταν Δευτέρα πρωί όταν έπεσα πάνω του, με τα βιβλία της σχολής μου.Με βοήθησε να τα μαζέψω και με ρώτησε αν είμαι καλά. Είδα τα μάτια του και αρρώστησα.
Και δεν θα γινόμουν ποτέ καλά. Το ένιωσα.
Μου χαμογέλασε και με κοίταξε εξεταστικά.
Μου πρότεινε καφέ, που έγινε φαγητό, που έγινε ποτό.
Μιλούσαμε με τις ώρες και με μάγευε σε κάθε του κουβέντα.
Βγάλαμε πέντε ραντεβού σε ένα.
Με τις ώρες στα τηλέφωνα και στα μυνήματα τις επόμενες μέρες.
Συναντηθήκαμε ξανά και ανακάλυψα μαζί του οτι η χημεία είναι υποτιμημένο μάθημα σε μας της θεωρητικής κατεύθυνσης…
Η μυρωδιά του έγινε το ναρκωτικό μου και οι ψίθυροι του στο αυτί μου, η ανατριχίλα μου.
Εκείνος έγινε η καλημέρα και η καληνύχτα μου. ´Ημουν εθισμένη. Με κατεύθυνε εκεί που ήθελε χωρίς να το καταλάβω καν.
Εκδρομές, ξενύχτια, διακοπές όλα μαζί. Για 4 μήνες. Ήταν η έμπνευσή μου για να γίνω καλύτερη. Τίποτα δεν έδειχνε αυτό που θα ακολουθούσε.
Χτές, βράδυ Σαββάτου, βγήκα με παρέα συμφοιτητριών για να γιορτάσουμε το πτυχίο μιας καλής μας φίλης. Τον καλούσα από προχθές το πρωί να του πω να έρθει, αλλά δεν απαντούσε.
Δεν έδωσα σημασία. ´Ημουν τρισευτυχισμένη. Μέχρι χτές.
Είχε σχεδόν ξημερώσει. Σκεφτόμουν πως πλησίαζα κι εγώ το πτυχίο, ένα μάθημα μου έμενε, είχα μια δουλειά που με εκτιμούσαν και τους σεβόμουν.
Μέχρι που τον είδα μπροστά μου.
Γονατιστό. Να κρατάει ένα δαχτυλίδι. Μπροστά σε άλλη.
Κόπηκαν τα γόνατά μου. Τα μάτια μου έτρεχαν χωρίς να το καταλάβω. Έτρεξα να φύγω.
Με είδε κι έτρεξε πίσω μου. Πάλευα να τρέξω, όμως τα πόδια μου μαρμάρωσαν, δεν με υπάκουσαν.
Τα λόγια του χτυπούν στα αυτιά μου σαν τύμπανα πολέμου: “Είχαμε μόλις χωρίσει με την Ήρα όταν σε γνώρισα. Έμαθα από κάποιον δικό της οτι είναι έγκυος.
Θα σου έλεγα χτες να χωρίσουμε, αλλά δεν μπορούσα να το διαχειριστώ.
Δεν ήθελα να σε αφήσω, αλλά δεν μπορούσα και να σε κοροϊδεύω. Δεν είμαι απο αυτούς που δεν αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους, ούτε μου πάει να ξέρω πως κάπου μεγαλώνει ένα παιδί δικό μου και θα χει απλά το επίθετό μου, χωρίς να το βλέπω, να το κάνω να γελάει, χωρίς να το ζω κάθε μέρα. Αυτό θα με σκότωνε.”
Δεν μίλησα. Του χάιδεψα τα μαλλιά, τον φίλησα στο μάγουλο. Έκανε το σωστό για ‘κείνον με βάση την ηθική του, κι όχι την ηθική του κόσμου ή την λογική της μισής ευθύνης.
Δεν άντεξα να του πω ούτε αντίο. Έφυγα.
´Ηρθα εδώ κι έπεσα πάνω σου. Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ. Ούτε κι εκείνον.“
´Εκλεισα το σημειωματάριο με δύναμη και το πέταξα στο πάτωμα. Έκανα κρύο ντούς να κρυώσει το πετσί μου που χε πάρει φωτιά.
Θύμωσα με το σύμπαν. Πολύ.
Βγαίνοντας από το μπάνιο, αναγνώρισα την δύναμη της κοπέλας, και την προσωπική ηθική του τύπου.
Δεν προτίμησε τις εύκολες λύσεις και δεν θα το έπαιζε σε διπλό ταμπλό.
Θα την χώριζε. Της τό ‘πε. Και το κράτησα.
Δεν τον έβρισα.
Προτίμησα να σιωπήσω, όπως σιώπησε κι εκείνη.
Άναψα τσιγάρο στη βεράντα, τυλιγμένη με την πετσέτα, χαζεύοντας τη δύση και νιώθοντας τη δροσιά του σούρουπου στο δέρμα μου. Ευχήθηκα να στεγνώσουν τα υγρά μάτια της κοπέλας σύντομα.
Και να μπορέσει να πάρει ξανά ανάσα, γιατί η δική μου, έστω για λίγο, κόπηκε.