Από την Κέλλυ Βουράνη
Εικόνα πρώτη: Αμεριμνησία και στέρηση.
Άνοιξη. Μόλις έχει σκοτεινιάσει και ο παραλιακός παράδρομος στα νότια προάστια της Αθήνας γεμίζει από ανθρώπους που θέλουν να απολαύσουν το δροσερό βράδυ. Περπατώντας αμέριμνα, βρίσκεσαι μπροστά σε τρία παιδιά. Κάθονται κατάχαμα στο πεζοδρόμιο, προσπαθώντας να διαβάσουν τα μαθήματα τους υπό από το φως μιας κολόνας της Δ.Ε.Η. Το χαμόγελο σου παγώνει …..Τι κρίμα να μην μπορούν να απολαύσουν το αγαθό της γνώσης μέσα στις ανέσεις ενός σπιτιού;
Εικόνα δεύτερη: Κατάληψη σε ελληνικό σχολείο.
Αναποδογυρισμένες καρέκλες, στοιβαγμένες η μια πάνω στην άλλη, σχηματίζουν ένα μικρό λόφο μπροστά στην κεντρική είσοδο σχολικού κτηρίου. Δύο, τρία θρανία στηρίζουν τη βάση του «λοφίσκου». Οι μαθητές στέκονται μπροστά στην είσοδο ως άγρυπνοι φρουροί, προασπίζοντας το δικαίωμά τους στην κατάληψη. Ο αριθμός τους μικρός. Η πλειοψηφία των μαθητών βρίσκεται απέξω μαζί με τους καθηγητές τους. «Γιατί κάνετε παιδιά κατάληψη;» ρωτά ένας καθηγητής. «Για να διαμαρτυρηθούμε που δεν έχουμε κυλικείο», λένε κάποιοι. «Δεν ξέρουμε. Εμείς απλά τη στηρίζουμε», λένε κάποιοι άλλοι.
Ο αληθινός λόγος βρίσκεται αλλού. Μπορεί όντως να μην υπάρχει κυλικείο. Μόνο που ο που τρόπος αυτός διεκδίκησης δεν θα εξασφαλίσει το επιθυμητό αποτέλεσμα τόσο άμεσα. Από την άλλη πλευρά αυτοί που τη υποστηρίζουν επιλέγουν κάτι στα «τυφλά». Δηλώνουν απλούστατα άγνοια, υποστηρίζοντας ως αγέλη προβάτων τις θέσεις των πρώτων. Τα μαθήματα βέβαια χάνονται για το «καλό» όλων των μαθητών σύμφωνα με τις «δημοκρατικές αποφάσεις» της ισχυρής μειοψηφίας.
Υπάρχει όμως κάτι που είναι βαθιά ριζωμένο στις ψυχές των μαθητών˙ «το σχολείο δε μας προσφέρει τίποτα» ˙ «έχουμε πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα να κάνουμε από το διάβασμα». Τα ενδιαφέροντα είναι το ανέβασμα μιας φωτογραφίας στο facebook, ώστε να φτάσει στα 200 like ή και παραπάνω και τότε η αυτοπεποίθηση και το χαμόγελο ζωγραφίζεται στα νεανικά πρόσωπα. Η πνευματική άσκηση ισοδυναμεί με αγγαρεία, αφού δεν εξασφαλίζει τη γρήγορη προβολή. Με άλλα λόγια οι ώρες που βρίσκονται στο σχολείο θεωρούνται ανούσιες, πληκτικές και βαρετές. Έτσι πολύ εύκολα, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες κάποιων συναδέλφων εκπαιδευτικών, τα παιδιά παραμένουν αδιάφορα. Δεν εκτιμούν το χώρο που βρίσκονται, βανδαλίζοντάς τον πολλές φορές.
Οι δύο εικόνες στοιχειώνουν το νου και την ψυχή. Θλίψη, οργή, αγωνία για τα παιδιά μας….˙ για τα παιδιά εκείνα που αναζητούν πρότυπα και τους δίνουμε είδωλα˙ που αναζητούν βοήθεια και βιώνουν την εγκατάλειψη και το στιγματισμό˙ για τα παιδιά που διψούν για γνώση, ενώ αντιμετωπίζουν χίλιες δυο δυσκολίες, με το θάνατο να παραμονεύει γύρω τους˙ που ταυτίζουν την ευτυχία με την απόκτηση του τελευταίου μοντέλου κινητού τηλεφώνου ή με την έκθεση του σωματικού τους κάλλους, την ίδια στιγμή που το πνεύμα τους και η ψυχή τους ψάχνει επίμονα ένα φωτεινό φάρο, έναν καθοδηγητή που θα τους δώσει τις απαντήσεις στα ερωτήματά τους.
Τι είδους κοινωνία άραγε θα δημιουργήσουμε, αν ο νέος άνθρωπος δε λάβει τις αρχές, δε γαλουχηθεί με τις αξίες εκείνες που θα τον βοηθήσουν να αντιληφθεί τη σημασία της πνευματικής και ψυχικής ελευθερίας; Αυτής που θα τον στρέψει στην εναρώτηση για τα μυστήρια της φύσης, στον αδιάκοπο, ανηφορικό και αποκαλυπτικό αγώνα για τον εξανθρωπισμό του, την αποδέσμευση του από τα κατώτερα ένστικτα.
Αγώνας όμως χωρίς «όπλα» δε νοείται. Οι «φουρτουνιασμένες» νεανικές ψυχές χρειάζονται εφόδια και το σχολείο είναι ο πολυτιμότερος φορέας τους. Αυτό θα μεταμορφώσει το «βαριέμαι» σε «νοιάζομαι», σε ένα διαρκές «γιατί», σε «στοχασμό της ποίησης», σε «συλλογισμό της φιλοσοφίας». Ωστόσο η μεταμόρφωση αυτή δεν πραγματοποιείται πάντα, αφού η σχολική κοινότητα ασθενεί υπό την επήρεια του χρησιμοθηρικού προσανατολισμού της κοινωνίας μας. Έτσι οι νέοι μας επιλέγουν τον εύκολο δρόμο της ακοπίαστης επιτυχίας, της απαξίωσης της συλλογικότητας, του αυταρχισμού και της αλαζονικής καταπάτησης των ελευθεριών των συνανθρώπων τους.
Πέφτουν θύματα βίας, βιώνουν τη μοναξιά ανάμεσα σε αμέτρητους διαδικτυακούς φίλους, απογοητεύονται καθώς στρέφουν την προσοχή τους σε λανθασμένα πρότυπα, αρνούνται να αφεθούν στη μαγεία της μη «χρήσιμης» γνώσης, του λογοτεχνικού λόγου, της ιστορίας. Οι αυριανοί ενήλικες δεν εκτιμούν ή μάλλον θεωρούν δεδομένη την αγάπη, την υγεία, την υλική αφθονία που κρύβει πίσω της την πολύωρη εργασία των γονιών τους για να τους την εξασφαλίσουν.
Όχι, δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει τα παιδιά για αυτό. Δε φταίνε αυτά για αυτό…
Φαίνεται στα μάτια τους, όταν τους περιγράφεις , πως συνομήλικοι τους σε φτωχότερες χώρες γράφουν ξαπλωμένοι στο πάτωμα, γιατί δεν έχουν θρανία ή πόσο πολύ φροντίζουν να είναι καθαρή η φτωχική τους τσάντα για το σχολείο. Ή ακόμα και άλλες που έζησαν οι παππούδες τους μετά το Βˊ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι οποίοι χρειαζόταν να περπατήσουν ώρες για να εξασφαλίσουν πολυπόθητη γνώση˙ τότε που οι καρέκλες και τα θρανία ήταν πολύτιμα, όπως και τα λιγοστά τετράδια και τα μολύβια… Οι εμπειρίες ενός άλλου κόσμου γεμάτου στερήσεις και σκληρότητα τα προσγειώνει απότομα. Στόχος του δάσκαλου είναι η ρεαλιστική θέαση του κοινωνίας, ακόμα και αν προκαλέσει τη θλίψη, για να μπορέσει μετά να φυτέψει τους σπόρους της αναγέννησης τους. Για τον αναγεννημένο νου το ρήμα «χαζεύω, γιατί δε με ενδιαφέρει το μάθημα» γίνεται «βοηθήστε με να μάθω και άλλα», το «πλήττω» γίνεται δημιουργώ˙ η επιθετικότητα αντικαθίσταται από την διεκδίκηση του σεβασμού προς τη διαφορετικότητα˙ ο μονόλογος δίνει τη θέση του στον εποικοδομητικό διάλογο.
Μόνο τότε, ο δάσκαλος, την ώρα που ο μαθητής αφαιρείται, τον ρωτήσει, «Που πλανάται ο λογισμός σου παιδί μου;», θα ξέρει ότι δεν είναι σε «πλάνη», αλλά προετοιμάζεται για το ταξίδι της ζωής του σαν άλλος Οδυσσέας, χωρίς φόβο, έτοιμος για το ταξίδι προς τη δική του Ιθάκη και θα του ευχηθεί,
Καλό σου ταξίδι παιδί μου!
«Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι να΄ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
……………………………………………
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου…»
ΙΘΑΚΗ (αποσπ.) Κ. Καβάφη