Αγαπημένο μου Φασολάκι,
είσαι πλέον επτά μηνών, έξω από την κοιλιά της μαμάς σου.
Να σου συστηθώ.
Είμαι η παραλίγο νονά σου. Ναι, η παραλίγο, γιατί δεν θα σε βαφτήσω, θα σου πω παρακάτω γιατί.
Τώρα θα μιλήσουμε για σένα.
Σε ξέρω από τότε που ήσουν μια στοιβάδα κύτταρα, και μια μπλε γραμμούλα σε ένα τεστ του τριλέπτου.
Στάκα να σου πω πως γνωριστήκαμε, γιατί τότε, δεν είχες σχηματισμένα αυτιά να με ακούσεις.
Μόνο ψυχή είχες ακόμη.
Όπως συνήθιζα, μια μέρα φωνάζω την μαμά σου και φίλη μου, για καφέ στο σπίτι μου, να ανταλλάξουμε τα νέα μας. Έρχεται λοιπόν και περνώντας το κατώφλι μου της λέω “έλα να σου κάνω καφέ να στα πω”. Κι εκείνη μου απαντά πως δεν πίνει πια καφέ. Την ρώτησα πώς θα συνοδεύσει το τσιγάρο της και μου είπε πως το έκοψε. Γουρλώνω μάτια και της είπα : “ΕΙΣΑΙ ΕΓΚΥΟΣ!” Παίζει και να ακούστηκα στην Κάτω Μουσουνίτσα. Ρώτα την μάνα σου, το θυμάται.
Πάνω στον ενθουσιασμό μου, της είπα πως ήθελα να σε βαφτήσω. Αφού η μάνα σου θα σου χάριζε ζωή, εγώ ήθελα να σου χαρίσω πνεύμα και όνομα. Ήθελα να σου δώσω κι εγώ κάτι, από τη στιγμή που έμαθα την ύπαρξή σου. Περνούσαν οι μήνες κι εσύ δυσκόλευες τη μάνα σου με καούρες, ανακατέματα, πυρετούς κι όλα τα χαρούμενα δυσάρεστα που πέρασα κι εγώ μαζί της.
Ακόμη δεν ξέραμε τι θά σαι, αλλά ξέραμε πως θα βγείς με πολύ, αλλά πάρα πολύ μαλλί. Ούτε καυτερές πιπεριές να της δίναμε της Μαιρούλας με τόσες καούρες, ζωή να χεις, μαναράκι μου.
Πριν ακόμη μάθουμε το φύλο σου, ο μπαμπάς, η μαμά κι εγώ, είχα ένα προαίσθημα. Τους έλεγα πως θα κάνουν έναν μικρό πρίγκιπα. Όταν πλέον σιγουρευτήκαμε, έψαχνα ένα αρχαίο Ελληνικό όνομα να σου δώσω. Για αρχή σκέφτηκα το “Ιάσωνας”. Πριγκιπικό μεν, αλλά μονοσάνδαλος πρίγκιψ δε..
Στη συνέχεια η μαμά κι ο μπαμπάς, είπαν να σε πούν Έκτορα. Και μ’άρεσε.
Ύστερα, μια νύχτα του Νοεμβρίου, γεννήθηκες… ένα υπέροχο ροζ μωρό, με ανοιχτές ματάρες να μας κοιτάς όλους, και να απορείς με τα καραγκιοζιλίκια μας. Δε με διέψευσες, βγήκες με πολύ μαλλί. Μόνο κοτσίδα δε στο κάναμε.
Σαράντησες κι ήρθα να σε δώ σπίτι σου. Δεν συμπαθούσες κι όλο τον κόσμο, κι ένα άγχος τό ΄χα, για το πως θα με δεχτείς.
Με κοίταζες όταν ήρθα από πάνω σου, με γουρλωμένες τις ματάρες σου. Κι εκεί σου μίλησα. Κι εκεί, 42 ημερών μωρό, μου γέλασες. Και μου χαμογέλασε ο μισός κόσμος. Θυμήθηκες την φωνή μου, σκατούλι. Σου μιλούσα όσο ήσουν στην κοιλιά της μάνας σου, όσο αγχωνόταν για τον ερχομό σου, όσο είχε φοβίες για το πως θα τα καταφέρει. Σου τόνιζα πόσο ηλίθια γίνεται όταν αγχώνεται, και πως ό,τι και να γίνει, θα τα καταφέρει.
Σου μιλούσα κι εσυ με άκουγες και σταμάταγες να την κλωτσάς.
Οι μήνες περνούσαν, και τα πράγματα για μένα, άρχισαν να ζορίζουν. Ανασφάλεια λίγο στη δουλειά, στριμωγμένα οικονομικά, πολύ γράψιμο, ευχάριστες αλλαγές στα συναισθηματικά μου, όλα αυτά με κράταγαν μακριά σου. Δεν περνούσα όσο χρόνο περνούσα κάποτε με σένα και τη μαμά σου, φυσικά.
Κι εκείνη ένιωθε πολύ μόνη ορισμένες φορές. Μόνο που εγώ, δεν μπορούσα να μαι εκεί όποτε με ήθελε.
Οι καταστάσεις κι οι περιστάσεις, έδειξαν πως δεν κάνω για νονά σου. Όλα τα άρθρα για νέες μαμάδες, λένε πόσο σημαντική είναι η νονά στη ζωή ενός μωρού κι ενός παιδιού. Η δικιά μου ήταν απούσα, ούτε το πάσχα δεν εμφανιζόταν, και μετά την Δευτέρα Δημοτικού, εξαφανίστηκε εντελώς.
Της χρωστάω όμως κάτι. Με το λάδι που μού βαλε, μου πέρασε την αγάπη της για τα βιβλία, τις ξένες γλώσσες, την φιλοσοφία και το γράψιμο.
Σε καμμία περίπτωση δεν θα εξαφανιζόμουν από τη ζωή σου. Απλά δεν είμαι εκείνη που θα κάνει μαζί σας πικ-νικ, όπως λένε τα περιοδικά, δεν είμαι εκείνη που μια φορά την εβδομάδα θα περάσει ώρες μαζί σου, εκείνη που ξέρει τι να σε κάνει όταν σπάει το σαγονάκι σου και πας να κλάψεις. Δέν είμαι εκείνη που θα κάνεις παρέα με τα παιδιά της γιατί ακόμη δεν έχω, κι άν κάνω, δεν θα ξέρω ούτε εγώ τι να τα κάνω.
Είμαι εκείνη, που αν έχεις ζόρια με την γκόμενα θα ρθείς να μου τα πεις, να σου πω τι να κάνεις.
Είμαι εκείνη που θα σε ταράξει στην ορθογραφία μέχρι που να μην λείπει τόνος από τις ασκήσεις στην Γλώσσα.
Είμαι εκείνη, που θα της χτυπήσεις την πόρτα για να φας κάτι πριν το ατελείωτο παρτάρισμα στην παραλιακή, γιατί όλο το φαγητό στο σπίτι θα το έχει φάει ο μπαμπάς.
Αυτή είμαι κι έτσι να με δεχτείς. Όπως να μάθεις να δέχεσαι τους ανθρώπους με όλα τα μπαγκάζια τους.
Να μάθεις να σέβεσαι κι αυτό που δεν καταλαβαίνεις.
Να μάθεις να αγαπάς τα γράμματα και τις λέξεις, ακούς μικρέ μου πρίγκιπα; Μ’αυτές γράφεται η ιστορία, μ’άυτες πέφτουν κι οι γκόμενες.
Για σένα, θα είμαι η θεία Αμαρυσία.
Σου δίνω ρουφηχτό φιλί στο ροζ σου μαγουλάκι.’
με Αγάπη,
η παραλίγο νονά σου.