Από την Ισμήνη Χαρίλα

Μέχρι περίπου το τέλος του 19ου αιώνα, η παρεχόμενη εκπαίδευση στα αγόρια και τα κορίτσια ήταν εντελώς διαφορετική. Σύμφωνα με τη νοοτροπία της εποχής, που χαρακτήριζε πολλά ευρωπαϊκά κράτη, η μόρφωση ήταν αποκλειστικό δικαίωμα των ανδρών.

Πολλοί υποστήριζαν ότι η πρόσβαση στην παιδεία ήταν εντελώς περιττή στις γυναίκες, αφού τα καθήκοντά τους ως σύζυγοι και μητέρες περιορίζονταν αποκλειστικά στο σπίτι.

Κατανοώντας τη δύναμη που προσφέρει η γνώση, οι εκπρόσωποι του ανδρικού φύλου, καταπολεμούσαν την παροχή ισότιμης εκπαίδευσης, φοβούμενοι ότι θα χάσουν την κυριαρχική τους θέση. Από την πλευρά τους οι μητέρες, γαλουχημένες με την άποψη ότι η παιδεία καταστρέφει τη γυναικεία φύση και ότι όφειλαν υπακοή αρχικά στον πατέρα και αργότερα στο σύζυγο, προκειμένου να μην διαταραχθεί η οικογενειακή ηρεμία, δεν απαιτούσαν καλύτερη μόρφωση για τις κόρες τους.

Αναμφίβολα, δεν ήταν όλες οι γυναίκες τόσο αφελείς, ώστε να αποδέχονται αδιαμαρτύρητα την έλλειψη σεβασμού προς τις επιθυμίες και τα συναισθήματά τους και τη συχνή κακοποίησή τους.

Δυστυχώς όμως τότε δεν υπήρχε δυνατότητα αντίδρασης. Η κοινωνία αδυνατούσε να αποδεχθεί την ανεξαρτησία των γυναικών, εξαιρουμένων των περιπτώσεων χηρείας. Γι’ αυτό ακόμη και οι προοδευτικές γυναίκες υποχωρούσαν, ώστε να αποφύγουν την κοινωνική κατακραυγή.

Καθώς η Εκκλησία απαγόρευε τα μικτά σχολεία, τα κορίτσια φοιτούσαν σε γυναικεία μοναστικά σχολεία, που άρχισαν να ιδρύονται μετά τον 17ο αιώνα. Τα περισσότερα ήταν ιδιωτικά και απευθύνονταν στις τάξεις των ευγενών, ενώ ορισμένα προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε κόρες φτωχών οικογενειών.

Στις περιοχές όπου δεν λειτουργούσαν σχολεία δωρεάν φοίτησης, κυρίως στα χωριά, τα κορίτσια παρέμεναν αναγκαστικά στο σπίτι. Κατά κανόνα, τα σχολεία δωρεάν φοίτησης, λειτουργούσαν το πρωί και καθήκοντα δασκάλας εκτελούσε μία αδελφή μοναχή. Το πρόγραμμα διδασκαλίας περιελάμβανε γραφή, ανάγνωση, αριθμητική, προσευχές και εργόχειρα.

Τα ιδιωτικά μοναστικά σχολεία θηλέων, λειτουργούσαν και ως οικοτροφεία.

Μακριά από κάθε οικογενειακή τρυφερότητα, τα νεαρά κορίτσια επιστρέφοντας στο σπίτι τους, ύστερα από ένα μεγάλο διάστημα απουσίας, αντιμετώπιζαν δύο ουσιαστικά άγνωστους γονείς.

Η τάξη όμως των ευγενών πίστευε ότι η ανυπαρξία τρυφερότητας ήταν επιθυμητή, διότι η αυστηρότητα θα διαμόρφωνε σωστά την προσωπικότητα των παιδιών.

Ανάμεσα στις μοναστικές κοινότητες που δέχονταν μεγάλο αριθμό μαθητριών ήταν οι Ουρσουλίνες, οι Sœurs de Saint-Vincent-de Paul,οι Sœurs de l’Enfant-Jésus, οι Dames Anglaises και οι Sœurs de Notre-Dame.

Επειδή δεν υπήρχε συγκεκριμένη νομοθεσία για τον τρόπο λειτουργίας των μοναστικών σχολείων, αποκλειστικά υπεύθυνες ήταν οι αδελφές.

Στόχος τους ήταν η προσφορά εφοδίων που θα βοηθούσαν τις μαθήτριες να ανταποκριθούν στα μελλοντικά τους οικογενειακά καθήκοντα.

Επομένως, εκτός από στοιχειώδεις γνώσεις γραφής, ανάγνωσης, και αριθμητικής, διδάσκονταν τρόποι καλής συμπεριφοράς, οικοκυρικά, υπακοή, πίστη στο Θεό και αδιαμαρτύρητη υπακοή του πεπρωμένου.

Εσώκλειστα σε κάποιο μοναστήρι, τα νεαρά κορίτσια, βρίσκονταν μακριά από κάθε ηθικό κίνδυνο, αλλά αποκλεισμένα από τον αληθινό κόσμο, όπου θα επέστρεφαν αργότερα. Μετατρέπονταν σε άβουλα πλάσματα, ανίκανα να αυτοπροστατευθούν και να αντιμετωπίσουν πιθανές δυσκολίες. Χάρη στις αλλαγές που έγιναν στο εκπαιδευτικό σύστημα μετά το 1800, παρατηρήθηκε κάποια βελτίωση στη διδασκαλία. Παρόλα αυτά, οι μοναχές συνέχισαν να είναι εξαιρετικά αυστηρές και παγερές με τις μαθήτριές τους.

Καλύτερη ήταν η θέση των κοριτσιών που οι γονείς τους τα κρατούσαν στο σπίτι, θεωρώντας ότι η μητέρα ήταν η ιδανικότερη για τη σωστή διαμόρφωση του χαρακτήρα τους.

Προσλάμβαναν μια «mademoiselle», μια νεαρή δηλαδή δασκάλα, που κατά κανόνα προερχόταν από τη μικροαστική τάξη και δίδασκε τα παιδιά κατ’ οίκον. Μην έχοντας την οικονομική προοπτική γάμου (αφού δεν διέθετε προίκα), επέλεγε μετά το τέλος των σπουδών της σε κάποιο μοναστήρι ή οικοτροφείο, το διδασκαλικό επάγγελμα.

Ορισμένες παρέδιδαν ιδιαίτερα μαθήματα και κέρδιζαν περίπου 50 – 300 φράγκα το μήνα, ανάλογα με τον αριθμό των μαθητριών τους. Οι περισσότερες όμως προτιμούσαν να αναλάβουν μια μόνο μαθήτρια, διότι τα πλεονεκτήματα ήταν περισσότερα.

Δωρεάν παραμονή στο σπίτι του εργοδότη, υψηλή αμοιβή (800 – 1500 φράγκα το χρόνο), καθημερινή συναναστροφή με άτομα των ανωτέρων κοινωνικών τάξεων, διακοπές με την οικογένεια, μακροχρόνια επαγγελματική αποκατάσταση, αφού δεν σταματούσαν να εργάζονται παρά μόνο όταν η μαθήτριά τους παντρευόταν. Αξιοσημείωτο είναι ότι, παρόλο που οι εν λόγω δασκάλες δεν διέθεταν δίπλωμα, οι γονείς δεν απαιτούσαν ιδιαίτερες παιδαγωγικές ικανότητες, αλλά εστίαζαν στον ηθικό και έντιμο χαρακτήρα τους.

Η εκπαίδευση στο σπίτι δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση για τα μικρά κορίτσια, αφού ξυπνούσαν νωρίς το πρωί και δεν σταματούσαν παρά μόνο το βράδυ. Υποχρεούνταν να ακολουθούν ένα αυστηρό καθημερινό πρόγραμμα, που περιελάμβανε μελέτη όλων των μαθημάτων (ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, στοιχειώδεις γνώσεις γεωγραφίας και ιστορίας), ράψιμο, κέντημα, μουσική, χορό, προσευχή και περιπάτους με τη δασκάλα, η οποία επιθεωρούσε διαρκώς τη συμπεριφορά τους.

Την περίοδο της Convention επιχειρήθηκε η δημιουργία ενός κρατικού εκπαιδευτικού συστήματος. Και για πρώτη φορά, τον Απρίλιο του 1792, ο Condorcet παρουσίασε στη Βουλή ένα σχέδιο που αφορούσε και τα δυο φύλα.

Στις 19 Δεκεμβρίου 1793 το διάταγμα Bouquier συμπεριέλαβε τα κορίτσια στη λαϊκή, υποχρεωτική, δωρεάν εκπαίδευση.

Όταν ανέλαβε ο Ναπολέοντας, δεν ασχολήθηκε σχεδόν καθόλου με την οργάνωση της στοιχειώδους παιδείας και της παιδείας των κοριτσιών, κρίνοντας ότι τα τελευταία δεν έπρεπε να έχουν πρόσβαση στην ανώτερη παιδεία και ότι έπρεπε να μορφώνονται στο σπίτι.

Οι πλούσιες οικογένειες εξακολούθησαν είτε να επιλέγουν για τη μόρφωση των κοριτσιών τους κάποιο από τα σχολεία των θρησκευτικών αδελφοτήτων, που είχαν αρχίσει να αποκτούν εκ νέου δύναμη μετά τη συνθήκη ανάμεσα στο Ναπολέοντα και τον Πάπα, είτε προσλάμβαναν μία κατ’ οίκον δασκάλα. Ανάμεσα στις παλιές θρησκευτικές αδελφότητες, είχαν εμφανιστεί και νέες όπως η Sainte-Clotilde και η Sacré-Coeur.

Παράλληλα εμφανίστηκαν και τα «cours pour jeunes filles». Το πρώτο cours είχε ανοίξει το 1786 από τον αβά Gaultier και λειτουργούσε μόνο το χειμώνα και μία φορά την εβδομάδα (κάθε Σάββατο απόγευμα). Επρόκειτο για ένα μικτό σχολείο, όπου οι μαθητές δεν μπορούσαν να προσέλθουν μόνοι τους, αλλά συνοδεύονταν από τη μητέρα ή την γκουβερνάντα τους. Γνωστά επίσης είναι το «cours encyclopédique» του Μ. Collart, το «cours pour mesdemoiselles du Grand Monde» του Henri Prat, η «providence des mères de famille» του Daniel Levi Alvarès και το «cours d’éducation maternelle».

Όλα αυτά τα σχολεία δέχονταν ως μαθήτριες μόνο τις κόρες των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, υπήρχαν όμως και τα λαϊκά οικοτροφεία (Lourmand και Duvivier) που δέχονταν μαθήτριες ανεξαρτήτου καταγωγής και προσέφεραν τη δυνατότητα απόκτησης διπλώματος που επέτρεπε την εξάσκηση διδασκαλίας σε σχολείο πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, ή οικοτροφείο. Στην πραγματικότητα, τα «cours» δεν παρείχαν αξιόλογη εκπαίδευση. Λειτουργούσαν μόνο μία φορά την εβδομάδα, δεν κάλυπταν όλη την ύλη, δεν εφάρμοζαν κανένα σύστημα εξετάσεων και οι μαθήτριες παρουσίαζαν πολλές φορές εργασίες που είχαν γίνει από τη μητέρα ή τη δασκάλα τους. Το πρώτο λαϊκό οικοτροφείο, χωρίς μεγάλη όμως επιτυχία, είχε ιδρυθεί το 1686 από τη Mme de Maintenon.

Ο Ναπολέοντας, θέλοντας να ιδρύσει ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα για τις ορφανές κόρες και αδελφές των νεκρών αξιωματικών, ανέθεσε στη Mme Campan να υλοποιήσει την ιδέα του. Στόχος του οικοτροφείου ήταν η παροχή στοιχειωδών γνώσεων στα νεαρά κορίτσια και η διαπαιδαγώγησή τους, ώστε να προετοιμασθούν για το ρόλο που είχε προσδιορίσει η κοινωνία, δηλαδή να γίνουν καλές σύζυγοι και μητέρες, αλλά και ώριμες οικοδέσποινες. Βάση της εκπαίδευσης όφειλε να είναι η θρησκευτική παιδεία, ενώ τα διδασκόμενα μαθήματα ήταν ανάγνωση, γραφή, αριθμητική και βασικές γνώσεις ιστορίας και γεωγραφίας. Το οικοτροφείο διεύθυνε η Mme Campan, βρισκόταν όμως υπό την άμεση επίβλεψη του Ναπολέοντα και ονομαζόταν «Maison impériale de la légion d’honneur». Λειτούργησε για πρώτη φορά το 1807 και ήταν εγκατεστημένο στο château d’Ecouen, το οποίο διαμορφώθηκε ανάλογα για τις ανάγκες του οικοτροφείου. Οι μαθήτριες πλήρωναν δίδακτρα, αλλά απαλλάσσονταν όταν η οικογένειά τους δεν είχε την οικονομική δυνατότητα. Το 1809 ιδρύθηκε και ένα δεύτερο «Maison impériale de la légion d’honneur» στο Saint Denis. Στο Ecouen φοιτούσαν οι κόρες των ανώτερων αξιωματικών, ενώ στο Saint Denis οι κόρες των κατώτερων αξιωματικών. Παρόλη την κοινωνική διαφοροποίηση και τα δύο οικοτροφεία είχαν την ίδια οργάνωση και λειτουργία. Ο Ναπολέοντας, δεν ενδιαφέρθηκε περαιτέρω για τη βελτίωση της θέσης της γυναίκας στη γαλλική κοινωνία. Αποδείχθηκε ιδιαίτερα συντηρητικός στις απόψεις του και υποδήλωσε την πεποίθησή του στην ανδρική κυριαρχία.

Κατά τη διάρκεια της Παλινορθώσεως, τα μοναστικά σχολεία εξακολούθησαν να προτιμούνται. Μεγάλη φήμη είχαν αποκτήσει οι «Dames Anglaises», που λειτουργούσαν από το 1634 και είχαν ως μαθητές τα παιδιά των Βρετανών που κατέφυγαν στο Παρίσι κατά τη δικτατορία του Cromwell. Ήταν το μόνο σχολείο που επέζησε μέχρι τον 19ο αιώνα και οι μαθήτριές του ήταν αγγλικής ευγενικής καταγωγής, ανάμεσα στις οποίες και η Γεωργία Σάνδη. Οι μοναχές ήταν αγγλίδες, μιλούσαν μόνο αγγλικά με τις μαθήτριές τους και ο τρόπος ζωής στο σχολείο θύμιζε την Αγγλία. Ο ανταγωνισμός με τα άλλα ιδρύματα, η κακή παροχή γνώσεων και η έλλειψη ανέσεων προκάλεσαν τη μείωση των μαθητριών. Για να βελτιωθεί η κατάσταση η ηγουμένη Mme Stonor αποφάσισε να δεχθεί μαθήτριες που προέρχονταν από τα λαϊκά στρώματα. Οι ευγενείς όμως αντέδρασαν άμεσα και επέλεξαν άλλα σχολεία για τις κόρες τους. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν και οι αστοί, όταν είδαν ότι πλέον οι κόρες τους δεν είχαν επαφή με αριστοκράτες και το ίδρυμα έκλεισε οριστικά το 1859.

Ο νόμος Guizot της 28ης Ιουνίου 1833 δεν εξαίρεσε τα κορίτσια από τη δημόσια παιδεία. Ο αριθμός των μαθητριών αυξήθηκε, αλλά οι περισσότεροι γονείς εξακολουθούσαν να προτιμούν είτε τα θρησκευτικά σχολεία, είτε να τα κρατούν στο σπίτι, μακριά από τα μικτά σχολεία και τη συναναστροφή με αγόρια. Ο νόμος Falloux της 15ης Μαρτίου 1850, συμπεριέλαβε τα κορίτσια και ανέφερε ότι τα διδασκόμενα μαθήματα θα ήταν κοινά για τα αγόρια και για τα κορίτσια, με τη μόνη διαφορά, ότι τα κορίτσια θα είχαν και το μάθημα των οικοκυρικών.

Τα χρόνια που ακολούθησαν, η Πολιτεία επιχείρησε να προσελκύσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό μαθητριών στα σχολεία, θεωρώντας ότι η παιδεία θα τους παρείχε χρήσιμες γνώσεις για την επαγγελματική τους αποκατάσταση και ότι θα διαμόρφωνε καλύτερα την προσωπικότητά τους. Από το 1850 έως το 1863 είχαν ιδρυθεί 6.000 νέα σχολεία θηλέων, ενώ ο αριθμός των μαθητριών είχε αυξηθεί κατά 1.000.000 (650.000 σε καθολικά σχολεία). Δυστυχώς όμως η κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι γυναίκες στη Γαλλία δεν άλλαξε πολύ. Η προκατάληψη, η αδιαφορία ή τέλος η οικονομική δυσπραγία των γονέων, που επέβαλλε την παιδική εργασία, δεν επέτρεπαν τη μόρφωση όλων των κοριτσιών.

Βιβλιογραφία:

  • Administration de l’instruction publique de 1863-1869. Ministère de Son Excellence. M. Duruy. Paris. Typographie de Jules Delalain. Imprimeur de l’université de France. Rue des écoles 56.
  • Baker D. and Harrigan J. P.: The making of Frenchmen: current directions in the history of education in France, 1679 – 1975. Waterloo, Ontario: Historical reflections Press 1980.
  • Bloch J.: Rousseauism and education in eighteenth century Ed. Voltaire – Foundation 1995.
  • Bricard I.: Saintes ou pouliches. L’éducation des jeunes filles au XIX siècle. Editions Albin Michel. S.A. Paris 1985
  • Buisson F.: Nouveau dictionnaire de pédagogie et d’instruction primaire. Paris Hachette 1911.
  • Carnot H.: Le ministre de l’instruction publique et des cultes depuis le 24 février 1848 jusqu’au 5 juillet 1848. Pagnerre
  • Cogniot G.: La question scolaire en 1848 et la loi Falloux. Paris éditions Hier et Aujourd’hui 1948.
  • Déclaration des droits de l’homme et du citoyen». A. F. Pison du Galland. Membre de l’Assemblée Nationale. Imprime à Versailles, chez Baudoin (1789).
  • Gaulupeau Y.: La France à l’école. Découvertes 1992. Histoire.
  • Gerard O.: La législation de l’instruction primaire en France depuis 1789 jusqu’à nos jours. Paris 1930.
  • Gontard M.: Les écoles primaires de la France bourgeoise (1833 – 1875). Toulouse: C. R. D. P. 1957.
  • Jullien B.: Manuel des examens dans les écoles primaires à l’usage des inspecteurs des écoles des membres conseils académiques, des délègues cantonaux des instituteurs toutes les personnes chargées d’interroger les élèves de constater le degré de leurs connaissances. 2ème édition. Paris librairie de l’Hachette 1853.
  • Le Hardy de Beaulieu Ch: L’éducation de la femme. Paris 1867. Librairie internationale (15, boulevard Montmarte).
  • Luc J. N.: La statistique de l’enseignement primaire 19e-20e siècles. Politique et mode d’emploi. Editions Economica. Paris 1985