Είχα πάρει την απόφαση να μην ερωτευτώ ποτέ στη ζωή μου. Είχα πάρει την απόφαση να μην ξαναδωθώ ποτέ σε αντρα.
Σε είχα γνωρίσει αλλά σε θεωρούσα απο ‘κείνους που τσιλιμπουρδίζουν και θα δώσουν την καρδιά τους μόνο στη ΜΙΑ.
Δεν είχα την αξίωση να είμαι εγώ…
Ένα βράδυ ήπιαμε πολύ, ανακατέψαμε τις ματιές μας, τις ανάσες μας, τα κορμιά μας, και τα θέλω μας.
Δεν αργήσαμε να γίνουμε ενα… Να ζήσουμε μαζί, να ερωτευτούμε, ν’αγαπηθούμε.
Ο χρόνος κύλησε με τα καλά και τα άσχημα του, όπως σε κάθε φυσιολογικό ζευγάρι. Είχα βρεί σε ‘σενα αυτό που έψαχνα πάντα.
Είχες βρει σε ‘μενα τη ΜΙΑ. Ετσι ισχυριζόσουν καθώς πέρναγες τα δάχτυλά σου στα μακρυά μαλλιά μου και μου έλεγες ψυθιριστά ποσο μ’αγαπάς.
Καθε φορά που μου το έλεγες έτρεμα απο γαλήνη ευχαρίστηση και θαλπωρή. Η τρυφερότητα σου με ξεπερνούσε τόσο, μέχρι που νόμιζα οτι ήμουν αναίσθητη μπροστά σου.
Κύριος σε όλα σου. Κανένα δικαίωμα. Ο απόλυτος έρωτας. Ο απόλυτος παθιασμένος τυφώνας.
Η πρώτη κρίση δεν άργησε να φανεί. Το κρεβάτι μας κοιτούσε και γελούσε. Είχαμε χάσει κάθε επαφή, κάθε επικοινωνία.
Εσύ είχες βουλιάξει στα επιχειρηματικά σου πλάνα, κι εγώ σε μια συνεχή ουρά προτεραιότητας.
Ενα καλοκαίρι βρεθήκαμε στο νησί σου να περάσουμε κάποιες μέρες.
Ειλικρινά, αν εξαιρέσεις κάποιες μικροαγγαρίες, όλα κύλησαν πανέμορφα.
Γυρίσαμε με μαυρισμένα σώματα και ανανεωμένο ηθικό και έτοιμοι για όλα.
Έφτασε η ώρα.
Έπιασα το κινητό σου κατά λάθος.
Και είχες κάνει με εντελώς γλοιώδη και μπανάλ τρόπο το πιο κλισέ καμάκι έβερ. Στην περιπτερού του νησιού, οπου είχα πάει ΕΓΩ να σου πάρω αρχικά τσιγαρα.
“Αλήθεια λεω… Απίστευτα μάτια…”
Τα μάτια μου κόλλησαν. Η ψυχή μου πάγωσε. Τα πόδια μου διαλύθηκαν.
Δε σε ρώτησα τίποτα.
Έφυγα. Σαν τρελή, σαν κυνηγημένη.
Μπορεί να έσπασες τα τηλέφωνα και ήρθες να με βρεις, είχες προλάβει όμως να κάνεις την καρδιά μου ηδη χίλια κομμάτια… Και κάθε κομμάτι της ηταν δικό σου, πανάθεμά σε. Σε μίσησα τόσο ακαριαία. Αλλά πιο πολυ τον εαυτό μου.
Πως πιάστηκα πάλι έτσι κορόιδο θεε μου…
Ειμαι πανέξυπνη, οχι πραγματικά είμαι.
Αλλά με κατέστρεψες τοσο γλυκόπικρα.
Σου εύχομαι να το πάθεις, στον μεγαλύτερο βαθμό.
Να νιώσεις τη γη να χάνεται τοσο απότομα. Να κλαις τόσο έξω σου, όσο και μέσα σου. Θέλω να πνιγείς απο τα δάκρυα της ψυχής σου.
“Δεν ξέρω γιατί το έκανα”.
Η γελοιοδέστατη απάντησή σου. Για μια στιγμη αισθάνθηκα σαν πρωταγωνίστρια σε κακόγουστη ταινία.
Σε ρώτησα τι σου έλειψε απο μένα. Που εχω φταίξει. Φυσικά η απάντηση ήταν ενα μεγάλο “τίποτα”.
Και βασικά μάλλον αυτό ήταν το πρόβλημα. Στα έδωσα ολα. Με έπεισες να μπούμε σε μια σχέση και έδωσα όρκο στο Θεό πως εφόσον το κάνω, θα είμαι ολόσωστη.
Παράτησα την παλιά μου ζωή, στραβή καλή, την παράτησα.
Όμως τότε δεν είχα ρίξει σταγόνα δάκρυ.
Ήμουν εγώ και ο εαυτός μου.
Δεν έπαιρνα χαμπάρι τίποτα, είχα μια αόρατη ασπίδα γύρω μου, την αναισθησία.
Μαζί σου πίστεψα στον έρωτα, στην αγάπη, στο ρομάτζο.
Γαμώτο σου!!!
Σε είχα τόσο ψηλα.
Τώρα δε σε βλέπω καν…
Έκλαψες πολύ και μου ζήτησες συγνώμη.
Με τη σειρά μου θα σου πω συγνώμη… Μα το χάρηκα.
Δε σε λυπήθηκα ούτε μισό δευτερόλεπτο.
Είσαι ολη μου η ζωή. Ο άνθρωπός μου, το άλλο μου μισό.
Πάντα κάτι θα μου λείπει απο σένα.
Το ακέραιο, το ιδανικό. Η εικόνα που είχα για ‘σενα. Το απόλυτό σου ταλέντο να με κάνεις να γελάω!
Και πάντα να μου λες πόσο όμορφα μάτια έχω…
Με σκότωσες με το ίδιο μου το όπλο.
Κάποτε σου είπα: “Συγχαρητήρια που κατάφερες να με νοικοκυρέψεις”.
Γι’άλλη μια φορά λοιπόν συγχαρητήρια, και ενα τεράστιο ΜΠΡΑΒΟ.
Πλέον με κοιτάς, θαυμάζεις το βλέμμα μου, τα ζωηρά χρώματα που έχουν τα μάτια μου… Βουβά.
Δεν μπορείς να ξαναπείς κουβέντα για δαύτα. Γιατί ξέρεις οτι δε θα σε πιστέψω ποτέ ξανά.
Δε θα σε εμπιστευτώ ουτε σαν φίλο μου.
Η προσπάθεια σου θα ειναι ανάλογη της αγάπης σου.
Αν με αγαπάς οσο λες…
Θα επιμείνεις, και ίσως με ξανακερδίσεις.
Αυτή τη φορά όμως θα φοράω μάσκα προστασίας.
Γιατί τωρα ήσουν μια καλοσχηματισμένη γλυκιά φούσκα που έσκασε ακριβώς μπροστά στα μάτια μου.
Πουφ!
Πουφ! (μια δανεική ιστορία)
