Γράφει η Ισμήνη Χαρίλα
Καινοτόμο και διαχρονικό παραμένει το έργο του Denis Diderot “La religieuse”, που γράφτηκε το 1760 και εκδόθηκε το 1796, δώδεκα χρόνια αργότερα από το θάνατο του συγγραφέα. Χρησιμοποιώντας την αληθινή ιστορία της αδελφής Marguerite Delamarre, που αγωνίστηκε για να της επιτραπεί να εγκαταλείψει το μοναστικό βίο, ο Diderot επινοεί το πρόσωπο της αδελφής Suzanne Simonin, με απώτερο σκοπό να εξαναγκάσει τον καλύτερό του φίλο, Marquis de Croismare, να επιστρέψει στο Παρίσι. Η νοσταλγία για το φίλο του, ωθεί τον Diderot να υποδυθεί τη Suzanne και να αλληλογραφήσει μαζί του, ζητώντας τη βοήθειά του. Τα μακροσκελή αυτά γράμματα θα αποτελέσουν τη βάση του μυθιστορήματος, που θα δημοσιευθεί αρχικά το 1780, κατόπιν διορθώσεων του συγγραφέα, στα “Feuilles périodiques de la Correspondance littéraire”.
Κατ’ εξοχήν φιλόσοφος, ο Diderot, εκθέτει στο έργο του τις απόψεις του για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, τον τρόπο λειτουργίας των μοναστηριών, τα περιθώρια ελευθερίας ανθρώπινης βούλησης και την ομοφυλοφιλία. Δίχως αναστολές, τολμά να αναφερθεί ανοιχτά σε ζητήματα που ως τότε η κοινωνία είτε αγνοούσε, είτε συγκάλυπτε, στο όνομα πάντοτε της ηθικής. Ενσαρκώνοντας μια γυναικεία μορφή, ιστορεί λεπτομερώς τη ζωή εντός των τειχών του μοναστηριού και παρουσιάζει μια μικρογραφία του κλειστού αυτού χώρου. Αναμφίβολα η παραμονή του ιδίου ως μαθητή στη σχολή των Ιησουιτών στη Langres και αργότερα στη μονή, όπου τον έκλεισε ο πατέρας του για να εμποδίσει το γάμο του με την πλύστρα Antoinette Champion, τον τροφοδότησε με βιωματικές εμπειρίες, χρήσιμες στη συγγραφή της “Religieuse”.
Το έργο, χωρισμένο σε τρία μέρη, ξεκινά από την περίοδο που η Suzanne μεταφέρεται από το πατρικό της σπίτι στο μοναστικό σχολείο της Sainte Marie και καταλήγει στο τελευταίο μοναστήρι του Saint Eutrope, από όπου και δραπέτευσε. Ο εγκλεισμός της Suzanne στη Sainte Marie δεν προκαλεί εντύπωση, αφού ήταν σύνηθες φαινόμενο την εποχή εκείνη, οι γονείς να στέλνουν τις κόρες τους σε σχολεία καλογριών. Από τον 17ο αιώνα και έως το 1793 που το διάταγμα Bouquier περιέλαβε στη λαϊκή, υποχρεωτική, δωρεάν εκπαίδευση και τα κορίτσια, η Εκκλησία είχε τον έλεγχο της παιδείας και απαγόρευε τα μικτά σχολεία. Επομένως, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα των γονέων, τα κορίτσια, είτε φοιτούσαν σε μοναστικό σχολείο, είτε παρέμειναν στο σπίτι όπου, είτε στερούνταν εκπαίδευσης, είτε νεαρές δασκάλες, οι επονομαζόμενες “mademoiselles”, αναλάμβαναν τη διαπαιδαγώγησή τους.
Πάντως, παρόλο που στα μοναστικά σχολεία οι μαθήτριες περνούσαν τα παιδικά τους χρόνια δίχως αγάπη και στοργή, είναι θλιβερή η διαπίστωση πως προτιμούσαν την αυστηρότητα των καλογριών από την αδιαφορία των γονέων. Η ίδια η Suzanne ομολογεί ότι ένιωθε τόσο άσχημα στο σπίτι της, που πήγε στη μονή της Sainte Marie με πολλή χαρά “J’étais si mal à la maison, que cet élément ne m’afflige point et j’allai à Sainte–Marie, c’est mon premier couvent, avec beaucoup de gaieté”[1]
Είναι όμως άραγε μόνο το ζήτημα της σωστής ανατροφής που οδηγεί τους γονείς να κλείνουν τα κορίτσια τους στα μοναστήρια; Σύμφωνα με μαρτυρίες του παρελθόντος υπάρχουν και άλλοι λόγοι και ο Diderot τους καταγράφει. Τα μοναστήρια είναι χώροι κάλυψης μητρικών παραστρατημάτων και οικονομικής διευκόλυνσης, αφού το ποσό της προίκας που παρεχόταν στις μονές ήταν συνήθως μικρότερο της κανονικής. Η Suzanne, αντιδρώντας στο δια βίου εγκλεισμό της στο μοναστήρι, μαθαίνει ότι είναι εξώγαμη κόρη της μητέρας της και δεν έχει δικαίωμα στην πατρική κληρονομιά. Η ίδια συναινεί αρχικά στην απομάκρυνσή της από την πατρική εστία και αυτοστιγμεί μετατρέπεται από θύμα σε θύτη του εαυτού της: “Maman, je suis fâchée de toutes les peines que je vous ai causées; Je vous en demande pardon; mon dessein est de les finir. Ordonnez de moi tout ce qu’il vous plaira; si c’est votre volonté que j’entre en religion, je souhaite que ce soit celle de Dieu”. [2]
Ποια είναι όμως η αληθινή πηγή της υποχώρησής της; Οφείλεται στις διδαχές της κατά τη διάρκεια της μοναστικής της εκπαίδευσης ή είναι το άλλοθι που προσφέρει στον εαυτό της για να αντέξει την ισόβια καταδίκη για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε;
Το άτομο και η ελευθερία του ήταν ένα από τα θέματα των φιλοσοφικών αναζητήσεων του Diderot. Το πνεύμα της εποχής επέβαλλε στη Suzanne, ως γυναίκα να υποταχθεί στη βούληση της οικογένειάς της και να ακολουθήσει το δρόμο που της υπέδειξαν. Ο ήπιος χαρακτήρας της επαναστατεί όμως απέναντι στην άλογη καταπίεση και η ψυχή πλέον διεκδικεί το μερίδιο ελευθερίας που της αναλογεί.
Με έντονα χρώματα σκιαγραφείται ο χώρος της μονής, όπου επικρατεί το κακό και η αμαρτία σε αντιδιαστολή με την αποστολή τους, ως φυσικοί χώροι θεϊκής παρουσίας και προστασίας. Εναντιώνεται λοιπόν ο Diderot στο Θεό; Ο ίδιος ο συγγραφέας, δια στόματος Suzanne, διευκρινίζει πως αντιτίθεται ουσιαστικά στην ύπαρξη των μοναστηριών και τη χρησιμότητά τους στην κοινωνία. Παράλληλα αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν ο Θεός που έπλασε τον άνθρωπο ως κοινωνικό και ελεύθερο όν να εγκρίνει τον εγκλεισμό του στα μοναστήρια, όπου ο τρόπος ζωής διαταράσσει τη φυσική τάξη πραγμάτων: “Les couvents sont –ils donc si essentiels à la constitution d’un Etat? Jésus-Christ a-t-il institué des moines et des religieuses? (…) Quel besoin a l’époux de tant de vierges folles, et l’espèce humaine de tant de victimes? (…) Dieu qui a créé l’homme sociable, approuve-t-il qu’il se renferme? (…)”[3]
Η ανάπτυξη αρνητικής συμπεριφοράς φαίνεται φυσιολογική εξέλιξη.
Τα βασανιστήρια, στα οποία υποβάλλεται η Suzanne από την Ηγουμένη του Longchamp, εξηγούνται από την αδυναμία της τελευταίας να ισορροπήσει ανάμεσα στην αποστολή της και την καταπιεσμένη γυναικεία φύση της. Η αναπόφευκτη σύγκρισή της με την προκάτοχό της που ήταν δίκαιη και καλή, επιτρέπει στο Diderot να αναπαραστήσει τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: καλού versus κακού, θετικού versus αρνητικού, λογικής versus τρέλας, φυσικού θανάτου versus αυτοκτονίας.
Η τρίτη και τελευταία Ηγουμένη συγκεντρώνει στοιχεία από τις δυο προηγούμενες, ξεπερνώντας όμως τα όρια. Η δίψα της για αγάπη και σωματική επαφή εκδηλώνεται με την ομοφυλοφιλία της. Δίχως προκαταλήψεις, ο Diderot, αναφέρεται στις αναζητήσεις της σάρκας και το σώμα λαμβάνει πλέον τις πραγματικές του διαστάσεις. Είναι το μοναστήρι υπεύθυνο για την παρεκκλίνουσα ερωτική συμπεριφορά; Η αδυναμία καταστολής σαρκικών επιθυμιών, η απομόνωση και η ανυπαρξία εκπροσώπων του αντιθέτου φύλου, αποτελούν βασικούς παράγοντες ώστε η Ηγουμένη να αποζητήσει τον έρωτα στις υπόλοιπες μοναχές και κυρίως στην ηρωίδα του βιβλίου, η οποία αγνοεί όμως την έννοια της λεσβιακής σχέσης: “Mais que la familiarité et les caresses d’une femme peuvent–elles avoir de dangereux pour une autre femme?”[4]
Το έργο, παρόλο που έχει γραφτεί τον 18ο αιώνα, παραμένει σύγχρονο, όχι μόνο γιατί θέτει βασικά φιλοσοφικά ερωτήματα για τη φύση και τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο, αλλά κυρίως επειδή πραγματεύεται ζητήματα που ακόμη και σήμερα, τρεις αιώνες αργότερα, παραμένουν για ορισμένους απαγορευμένα.
[1] Σημ. μτφ: Ένιωθα τόσο άσχημα στο σπίτι που η αλλαγή δεν με ενοχλούσε καθόλου και πήγαινα στη Sainte-Marie, το πρώτο μου μοναστήρι, με πολλή χαρά.
[2] Σημ. μτφ: Μαμά, στενοχωριέμαι για όλα τα δεινά που σας προκάλεσα. Σας ζητώ συγγνώμη και σκοπεύω να δώσω ένα τέλος. Διατάξτε με ό,τι θέλετε. Εάν η επιθυμία σας είναι να ακολουθήσω τον Κλήρο, εύχομαι το ίδιο να θέλει και ο Θεός.
[3] Σημ. μτφ: Είναι λοιπόν τα μοναστήρια τόσο σημαντικά για το Κράτος; Ο Ιησούς Χριστός καθιέρωσε τους καλόγερους και τις καλόγριες; (…) Γιατί χρειάζεται ένας σύζυγος τόσες τρελές παρθένες και η ανθρωπότητα τόσα θύματα; (…) Ο Θεός που έπλασε τον άνθρωπο κοινωνικό, εγκρίνει τον εγκλεισμό του;
[4] Σημ. μτφ: Γιατί είναι επικίνδυνα η οικειότητα και τα χάδια μιας γυναίκας προς μια άλλη;