Η εποχή της ωριμότητας ή Πεπρωμένο

Αριστουργηματικό έργο που παρουσιάστηκε σε γύψο το 1899 και σε μπρούτζο το 1902

Εκτίθεται στο Musée d’Orsay, στο Παρίσι

114 x 163 x .72 cm

 

Το γλυπτό παρουσιάζει τρεις γυμνές φιγούρες: μια νεαρή γυναίκα στα γόνατα, με απλωμένα τα χέρια της, να έχει μόλις αφήσει το χέρι του ενός μεγαλύτερου σε ηλικία άντρα, ο οποίος κρατείται στην αγκαλιά του τρίτου προσώπου, μίας ηλικιωμένης γυναίκας, που φαίνεται να τραβά τον άντρα προς τα εμπρός και μακριά από τη νεαρή γυναίκα.

Πρόκειται για μια αλληγορία της αλλαγής του ανθρώπου μέσα στον χρόνο, όπου  αφήνει νιάτα του και κινείται προς τα γηρατειά και το θάνατο.

 

Camille Claudel 

μία γυναίκα που έζησε και δημιούργησε με πάθος στα όρια της τρέλας

Camille_Claudel

Η Καμίλ Κλοντέλ (Camille Claudel) ήταν Γαλλίδα γλύπτρια, που έσπασε το ανδρικό κατεστημένο και έζησε ένα θυελλώδη έρωτα με τον Ροντέν, γεγονός που στοίχισε πολύ στον ευαίσθητο ψυχισμό της.

Γεννήθηκε στην γαλλική περιοχή της Καμπανίας, στη νότια Γαλλία στις 8 Δεκεμβρίου 1864, και ήταν αδελφή του Γάλλου ποιητή και διπλωμάτη Πωλ Κλοντέλ. Από πολύ νεαρή ηλικία έδειξε ιδιαίτερη κλίση στη γλυπτική και τα πρώτα της έργα χρονολογούνται ήδη στα 1876 ενώ αποτελούν κυρίως μικρές φιγούρες. Η μητέρα της διαφωνεί έντονα με την κλίση της αυτή, αλλά ο πατέρας στηρίζει τις επιλογές της και την βοηθά να σπουδάσει κοντά σε σημαντικούς καλλιτέχνες.

Ξεκινά με τον γλύπτη, Άλφρεντ Μπουσέρ, με τον οποίο κάνει σημαντικά βήματα, ο οποίος στην συνέχεια, την γνωρίζει τον Πωλ Ντυμπουά, διευθυντή της Σχολής Καλών Τεχνών. Ένα χρόνο αργότερα, στην Σχολή Καλών Τεχνών, αναλαμβάνει να διδάξει ο Ωγκύστ Ροντέν, τον οποίο ερωτεύεται παράφορα.

Υπήρξε ένα ξεχωριστό ταλέντο και έδωσε αγώνα να αναγνωριστεί σε ένα χώρο όπου επικρατούσαν οι άνδρες καλλιτέχνες. Επέλεγε πάντα να εργαστεί με το δυσκολότερο υλικό και εμπνεόταν από θέματα που δεν άρμοζαν σε μια “καθώς πρέπει” κοπέλα. Ήταν από τις λίγες γλύπτριες που τολμούσε να χρησιμοποιήσει γυμνά αντρικά μοντέλα σε τόσο νεαρή ηλικία.

Η ζωή της κυλά πλάι στον Ροντέν, ως μαθητευόμενη αρχικά, ως μοντέλο και ως συνεργάτις στην συνέχεια. Εκείνος κοντά της βρίσκει μία μούσα και την χαμένη του έμπνευση. Εκείνη, ζει τον απόλυτο έρωτα και γίνεται ισάξιά του. Από το 1884 ως το 1894 παραμένουν σταθερά μαζί, σε μία θυελλώδη σχέση πάθους και ταλαιπωρίας, καθώς ο Ροντέν έχει μία παράλληλη και σταθερή σχέση με σύντροφο την Ροζ Μπερέ.

Υπάρχουν αρκετές αναφορές πως ο Ροντέν και η Κλοντέλ απέκτησαν ένα ή δύο παιδιά αν και τέτοιου είδους υποθέσεις δεν επιβεβαιώνονται.

Αν και αποφασίζει να διακόψει το 1894, η σχέση έχει επανασυνδέσεις και χωρισμούς ως το 1898. Έκτοτε ξεκινά μία ατομική πορεία, αλλά η ψυχική της κατάσταση είναι ευάλωτη και  μετά το 1905 αποδυναμώνεται, απομονώνεται και καταστρέφει αρκετά της έργα, ενώ κατηγορεί τον Ροντέν πως της έκλεψε ιδέες.

Η τελευταία της ατομική έκθεση πραγματοποιείται το 1908 και έκτοτε η ψυχική και οικονομική της κατάσταση είναι όλο και πιο οδυνηρή, κάτι που καταγράφει και ο αδελφός της στα ημερολόγιά του. Το 1913 σημειώνεται ο θάνατος του πατέρα της, ωστόσο η Κλοντέλ δεν ενημερώνεται για το γεγονός από την οικογένειά της.

Κατόπιν τούτου, η οικογένεια την οδηγεί σε ψυχιατρική κλινική, στην οποία παραμένει για τριάντα χρόνια, έως τον θάνατό της. Παρ’ ότι οι θεράποντες γιατροί προτείνουν να πάρει εξιτήριο, η εμμονή της μητέρας της στην άρνηση και η έμμεση συμφωνία του αδελφού της, δεν της δίνουν την χαρά της επανένταξης στη ζωή.

Σε μια επιστολή της προς τον ξάδελφό της η ίδια γράφει την ίδια χρονιά: “[…] πιστεύω ότι είμαι στα πρόθυρα ενός κακού τέλους […]. Ήταν χωρίς νόημα η τόση εργασία και το ταλέντο με μία ανταπόδοση όπως αυτή.”. Η τοπική εφημερίδα L’ Avenir de L’ Aisne δημοσιοποιεί τον εγκλεισμό της Κλοντέλ, ενώ και πολλά δημοσιεύματα που ακολουθούν, κατηγορούν την οικογένειά της για το χαμό μιας διάνοιας της τέχνης.

Το 1914 ο Ροντέν αποστέλει χρήματα για την κάλυψη της νοσηλείας της ενώ κατόπιν παρότρυνσης του Mathias Morhardt, διατηρεί και ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Biron όπου διαμένει για την προστασία και φύλαξη των έργων της.

Η μητέρα της, που πάντα κατηγορούσε την πρωτότοκη κόρη της για όλους τους μπελάδες της οικογένειας, δεν την επισκέφτηκε ποτέ. Ο αδελφός της, που κάποτε ήταν ο καλύτερός της φίλος, την επισκέφτηκε μόνο επτά φορές μέσα σε 30 χρόνια.

Αν και η ίδια κατέστρεψε σημαντικό μέρος του καλλιτεχνικού έργου της, έχουν διασωθεί έως σήμερα περίπου 90 γλυπτά και σχέδια. Το 1951, ο αδελφός της οργάνωσε μία έκθεση στο Μουσείο Ροντέν και έκτοτε, το μουσείο έχει ενσωματώσει στη συλλογή του τον κύριο όγκο των έργων της. Τα υπόλοιπα γλυπτά της φιλοξενούνται σε διάφορα μουσεία ανά τον κόσμο.

Μετά από περίπου τριάντα χρόνια εγκλεισμού σε ψυχιατρικές κλινικές, η Κλοντέλ πέθανε στις 19 Οκτωβρίου του 1943 και στην κηδεία της δεν παραβρέθηκε κανένα από τα αγαπημένα της πρόσωπα… Η σορός της βρίσκεται σήμερα στο κοιμητήριο του Monfavet.

 

Παρουσίαση: Λίλιαν Σίμου