Έντονα διεισδυτική και οξυδερκής η ματιά του Γιόζεφ Ροτ στα «Βερολινέζικα Χρονικά», που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Άγρα και σε μετάφραση, από την αγγλική έκδοση, της Μαρίας Αγγελίδου.
Το βιβλίο αποτελεί μια συλλογή των δημοσιογραφικών άρθρων του Ροτ, που δημοσιεύτηκαν στον Τύπο από το 1920 έως το 1933 και εκδόθηκαν το 1996 σε μια γερμανική ανθολογία, με υπότιτλο «Οδηγός Λογοτεχνικών Περιπάτων», όπως αναφέρει στην εισαγωγή ο Μίκαελ Χόφμαν.
Συνδυάζοντας την αντικειμενικότητα του δημοσιογράφου με την παρατηρητικότητα του μυθιστοριογράφου, ο Ροτ περιγράφει το Βερολίνο όχι ως ένας τουρίστας, αλλά ως ένας άνθρωπος που ζει και αποτελεί μέρος της πόλης.
Δίχως να στέκεται στην αρχική εικόνα, εμβαθύνει και αναλύει όσα τον περιβάλλουν, δίνοντας έμφαση στις αθέατες λεπτομέρειες καθώς θεωρεί ότι «μόνο οι μικρές λεπτομέρειες της ζωής είναι σπουδαίες».
Όλα αυτά που για τους υπολοίπους είναι απαρατήρητα, η πένα του Ροτ τους δίνει σάρκα και οστά.
Προσφέρει επομένως στους αναγνώστες τη δυνατότητα να δουν την αληθινή ημερήσια και νυχτερινή μορφή της πόλης κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, όπου κυριαρχούν οι δυνατές αντιθέσεις.
Τίποτα δεν είναι ιδεατό, η ομορφιά αντιμάχεται την ασχήμια, η αναγέννηση τον θάνατο και η άνοδος την πτώση. Μια παλέτα ζωγράφου που λειτουργεί όμως για τον αποχρωματισμό της κοσμικής αναπαράστασης.
«Διαβάζουμε την αξία στην εικόνα και όχι στην ουσία» γράφει ο Ροτ και συνεχίζει ότι «Τίποτα δεν είναι, όλα λέγονται».
Εκείνος λοιπόν διαχωρίζεται από το πλήθος και καυτηριάζει τη μονομερή και ανεπαρκή αντιληπτική ικανότητα. Από τη μια πλευρά αναδύεται το Βερολίνο που αναπτύσσεται και από την άλλη το Βερολίνο της παρακμής, που στεγάζει σε άσυλα και σε σιλό τους Εβραίους και τους πρόσφυγες, ανθρώπινα απομεινάρια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Θυμίζοντας τα μαύρα μυθιστορήματα του Ντίκενς, ο Ροτ δεν παραβλέπει να παρουσιάσει τους χώρους όπου αναζητούν προστασία οι άστεγοι.
Χώροι απρόσωποι, παγεροί, όπου συναντώνται όμως και υπάλληλοι με ευγενή αισθήματα: «Όποιος ελέγχει καθημερινά την αθλιότητα, μαθαίνει να συγχωρεί την αμαρτία. Όλοι οι κρατικοί υπάλληλοι θα έπρεπε να υπηρετούν ένα μήνα στο Άσυλο των Αστέγων. Για να εκπαιδεύονται στην αγάπη». Μια συμβουλή – υπόδειξη που θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη στην εποχή μας.
Οι χώροι διασκέδασης και τα χαμάμ είναι τα σημεία συγχρωτισμού διαφορετικών κοινωνικών τάξεων. Παρόλο που και εκεί υπάρχει διαχωρισμός, δεν είναι ασύνηθες οι εκπρόσωποι της έννομης τάξης να συναγελάζονται με μέλη του υποκόσμου. Η δε νομιμοφροσύνη εθελοτυφλεί και συγκαλύπτει τις παράνομες δραστηριότητες.
Η ανωνυμία της πόλης διευκολύνει την εξαφάνιση όσων επιθυμούν να χαθούν και παράλληλα διογκώνει το αίσθημα μοναξιάς και περιθωριοποίησης. Το άτομο κερδίζει την ανωνυμία του, όντας μέρος του συνόλου, ενώ ταυτόχρονα εξοστρακίζεται από αυτό, λόγω της αδιαφορίας του τελευταίου.
Η τεχνολογική πρόοδος και οι αλλαγές που επέφερε στην καθημερινότητα των πολιτών δεν περνά απαρατήρητη από τον Ροτ. Πρωτοποριακός, επισημαίνει ότι θα ήταν ιδανική μια συμμαχία της φύσης και της τεχνολογίας, αλλά διατηρεί αποστάσεις και κατακρίνει τον άκρατο υλισμό και τη θεοποίηση του κέρδους.
Όντας και ο ίδιος εβραϊκής καταγωγής, ο Ροτ, αφιερώνει αρκετές από τις επιφυλλίδες του στον τρόπο ζωής τους και κυρίως στο ρόλο της θρησκευτικότητας: «Ήταν ο πιο αδύναμος και σίγουρα όχι ο πιο όμορφος λαός, που πήρε τη φοβερή ευλογία – κατάρα του πιο σκληρού νόμου και της πιο δύσκολης αποστολής: να σπείρει ειρήνη κι αγάπη στη Γη και να δρέψει μίσος» και συνεχίζει «Είναι θρησκευόμενος, όντας απλώς Εβραίος. (…) Εξολοθρεύοντας τους Εβραίους, καταδιώκει κανείς τον Χριστό (….) Οι Εβραίοι δεν οδηγούνται στο θάνατο επειδή σταύρωσαν τον Χριστό, αλλά επειδή τον γέννησαν».
Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου ο Ροτ αναφέρεται στο κάψιμο των βιβλίων από το Τρίτο Ράιχ και στη νίκη των Ναζί στην πάλη τους με την ελεύθερη διανόηση. Διαβλέπει τις καταστροφικές διαθέσεις του Χίτλερ, αλλά δεν θεωρεί ότι ο διωγμός των ανεπιθύμητων πνευματικών φωνών ήταν η τελική πτώση. Το κάψιμο των βιβλίων συνδυάζεται συμβολικά με το κάψιμο της Βίβλου.
«Αιώνιο είναι μόνο το χαμόγελου του θανάτου», υποστηρίζει ο Ροτ κι όμως τα δικά του κείμενα χαρίζουν την αιωνιότητα στην εικόνα του Βερολίνου στο πρώτο περίπου μισό του εικοστού αιώνα. Θα ήταν επομένως άδικο να σταθεί κάποιος στο γεγονός ότι τα συγκεκριμένα κείμενα αποτελούν δημοσιογραφικά άρθρα, αφού ουσιαστικά ο Ροτ μας χαρίζει ένα είδος νεωτερικού μυθιστορήματος, έστω γραμμένου και δημοσιευμένου σε συνέχειες, όπως αντίστοιχα συνέβαινε με σημαντικούς λογοτέχνες του περασμένου αιώνα.