Από την Ισμήνη Χαρίλα.

Διαβάζοντας τους «Μυστικούς Αρραβώνες», του Γρηγορίου Ξενόπουλου, είναι αναπόφευκτη η σύγκριση με τη «Nouvelle Héloïse», του Jean – Jacques Rousseau. Παρόλο που το πρώτο εκδόθηκε ως βιβλίο το 1929 και το δεύτερο εκδόθηκε το 1761, βασίζονται και τα δυο στην επιστολογραφία και υπάρχει η κορύφωση ενός ερωτικού τρίπτυχου.

Αν θέλαμε επομένως να εντοπίσουμε τις βασικές ομοιότητες και διαφορές ανάμεσά τους, θα συνοψίζαμε τα ακόλουθα.

Στα δυο έργα οι δημιουργοί τους εμπλέκονται προσωπικά. Ο Rousseau αντικρίζει στο πρόσωπο της ηρωίδας του, Julie, την καλή του φίλη Sophie d’Houderot, ενώ ο Ξενόπουλος είναι, όπως είχε αποκαλύψει ο ίδιος, ο βασικός ήρωας των Μυστικών Αρραβώνων.

Λάτρης της φύσης, ο Rousseau, επιλέγει ως κεντρικό χώρο εξέλιξης της ιστορίας την εξοχή, ενώ αντίθετα ο Ξενόπουλος – εκπρόσωπος του αστικού ρεαλισμού – τοποθετεί τους ήρωές του στην πόλη. Χαρακτηριστικό βέβαια είναι το γεγονός ότι, κατά την περίοδο στην οποία αναφέρονται τα έργα τους, βρίσκονταν και οι ίδιοι στην εξοχή και την πόλη αντίστοιχα.

Στη «Nouvelle Héloïse» το μήλο της έριδος είναι ένα νεαρό κορίτσι, η Julie. Στους «Μυστικούς Αρραβώνες» το κέντρο βάρους μετατοπίζεται σ’ έναν άνδρα, τον Ανάστη. Η Julie είναι αδέσμευτη, άπειρη ερωτικά και μεγαλώνει σ’ ένα συντηρητικό περιβάλλον μ’ έντονη θρησκευτικότητα. Δέχεται τον έρωτα του καθηγητή της, Saint Preux, ενός ανθρώπου που φοβάται να υπερβεί τα όρια και εκδηλώνει το πάθος του μέσω των επιστολών του. Το τρίτο πρόσωπο, ο άνδρας της Julie, εμφανίζεται αργότερα και ενώ εκείνη παραπαίει ανάμεσα στην αγάπη και την υπακοή στον πατέρα της.

Ο Ανάστης είναι κρυφά αρραβωνιασμένος, προοδευτικός, μεγαλύτερος ηλικιακά από τη Julie και με αρκετές ερωτικές εμπειρίες. Τον ερωτεύεται μια κοπέλα, μικρότερή του, που θα μπορούσε να είναι μαθήτριά του, αφού εκείνος είναι ήδη γνωστός ζωγράφος κι εκείνη σπουδάστρια.

Ο σύζυγος της Julie, ο M. de Wolmar και η μνηστή του Ανάστη, η Καίτη, χειρίζονται έξυπνα την κατάσταση και καταφέρνουν να παντρευτούν, να παραμείνουν μαζί τους και να δημιουργήσουν οικογένεια.

Το ρόλο του μεσολαβητή και στα δυο έργα αναλαμβάνουν οι ξαδέλφες. Στη «Nouvelle Héloïse» η εξαδέλφη της Julie, η Claire, και στους «Μυστικούς Αρραβώνες» η εξαδέλφη της Θάλειας, η Αμβροσία. Η πρώτη όμως ενεργεί πιο συνετά, σεβόμενη τις επιθυμίες της Julie, ενώ η Αμβροσία δρα αυτοβούλως και καταλυτικά στην απομάκρυνση της Θάλειας από τον αγαπημένο της.

Κοινός παρανομαστής και στα δυο έργα είναι η πάλη ανάμεσα στο πάθος και το καθήκον. Ψυχογραφώντας τους ήρωές τους, ο Rousseau και ο Ξενόπουλος παρουσιάζουν στον αναγνώστη τη συναισθηματική εναλλαγή τους και την αμφιταλάντευσή τους ανάμεσα στο σωστό και το λάθος, τις αρχές και τις αξίες τους.

Η Julie, λόγω της ατολμίας και της σεμνοτυφίας της, θα παραμείνει πιστή στον άνδρα της μέχρι το θάνατό της. Ο Ανάστης, τυφλωμένος από τον ανδρικό εγωισμό του, δεν θα αντιληφθεί το ρόλο της Αμβροσίας, που κρύβεται στο παρασκήνιο, θα παντρευτεί την Καίτη και θα βιώσει το θάνατο των ιδανικών και των ονείρων του. Τόσο ο Ανάστης, όσο και η Julie όμως είναι ελεύθεροι στην επιλογή τους, την οποία θεωρούν και ως ενδεδειγμένη.

Ο Saint Preux θα παραμείνει πιστός στη Julie, αλλά η Θάλεια θα συναντήσει τον πραγματικό έρωτα κοντά σε έναν άλλο άνδρα, ο οποίος θα είναι και ο μελλοντικός της σύντροφός και πατέρας των παιδιών της.

Μέσω της ιστορίας, ο αναγνώστης πληροφορείται για τον τρόπο ζωής της εποχής και τα σαλόνια του Παρισιού και της Αθήνας. Αναφορά υπάρχει και στα ταξίδια στο εξωτερικό, με τη διαφορά ότι ο Rousseau εκθέτει περίτεχνα τις φιλοσοφικές του θέσεις για την αποικιοκρατία, τη σκλαβιά, την πειρατεία και την ανθρώπινη εκμετάλλευση, ενώ ο Ξενόπουλος επικεντρώνεται στην ευρύτερη εικόνα του κοσμοπολιτισμού.

Σε κάθε περίπτωση, η αντιπαραβολή των δυο αυτών λυρικών δραμάτων, που γράφτηκαν με χρονική απόσταση δυο αιώνων και από δυο συγγραφείς που έζησαν σε διαφορετικές χώρες και είχαν διαφορετικά ερεθίσματα, καθίσταται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.