Η Μαριάννα, η Μαριάννα μου,
εκείνη που πρόταξε το στήθος της ενάντια στη μισαλλοδοξία, την άγνοια, και τον απολυταρχισμό, κλαίει.
Την κάναν να κλάψει για δεύτερη φορά, ή για τρίτη. Πώς να υπολογίσεις…
Μου την γονατίσανε.
Την Μαριάννα μου με το φράγκικο το σκούφο, που έδειχνε με τη θέση του σώματός της το “εμπρός”,
και φώναζε στο ορμητικό πλήθος με τα λάβαρα πίσω της,
τώρα βρίσκεται ξανά στα γόνατα και κλαίει πάνω από σακούλες με πτώματα.
Την περήφανη μου Μαριάννα, την χαστούκισαν ξανά.
Της πήραν πάλι κάποια από τα παιδιά της.
Προσπαθούν να γκρεμίσουν τα ιδανικά της.
Να την κάνουν να φοβάται και να σταματήσει να μιλά.
Θέλουν να την ντύσουν, να την κουκουλώσουν.
Να της φορέσουν μαύρα και να την καλύψουν.
Εκείνη θέλει να φορά τα κόκκινα, τα λευκά της και τα μπλέ.
Τώρα μου την ξανάντυσαν στο κόκκινο του αίματος των παιδιών της.
Θέλω να την ντύσω ξανά στα λευκά της, να της ξαναδώσω τη σημαία της. Να της πιάσω το χέρι και να της πω πως δεν είναι μόνη της.
Αλλά το χέρι μου δεν τη φτάνει.
Αν το ενώσω με το δικό σου, κι εσύ με του άλλου, μπορεί και να τη φτάσουμε.
Με τα χέρια μας λοιπόν πλεγμένα, ας φτιάξουμε μια άλυσσο, να την φτάσουμε.
Να την φιλήσουμε αδερφικά, όπως ξέρουμε και ξέρει.
Να της δείξουμε πως ξέρουμε γραφή κι ανάγνωση, κι οι πιο μικροί πως ξέρουν να συλλαβίζουν.
Να της ψιθυρήσουμε τις λέξεις μας, και να ενωθούμε σε πέντε σημεία.
Και να την γεμίσουμε αγάπη.
Μαριάννα, Μαριάννα μου.
Θρήνησε τα παιδιά σου, και ξανασήκω.
Μπροστάρισσα πάλι.
Για την Ελευθερία, την Ισότητα, και την Αδελφότητα.