Από την Ισμήνη Χαρίλα

Η Λοκαντιέρα του Κάρλο Γκολντόνι, είναι μια κωμωδία χαρακτήρων, σε τρεις πράξεις, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό, στο Καρναβάλι της Βενετίας, το 1753.

Όπως και στα υπόλοιπα έργα του, ο Γκολντόνι απομακρύνεται από τις χοντροκομμένες φάρσες της ιταλικής comedia del’arte και δημιουργεί ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Βασικοί θεματικοί πυλώνες του έργου είναι ο ανθρώπινες σχέσεις και η κριτική της αλαζονείας και της υπεροψίας των ευγενών.

Το έργο διαδραματίζεται στη Φλωρεντία, στη λοκάντα της Μιραντολίνα, μιας νεαρής κοπέλας που ανέλαβε την επιχείρηση, πριν από έξι μήνες, μετά το θάνατο του πατέρα της. Η ομορφιά της, οι καλοί της τρόποι και η καπατσοσύνη της προκαλούν τον έρωτα κάθε αρσενικού που βρίσκεται στο δρόμο της. Η ίδια αρέσκεται να είναι αντικείμενο πόθου και δέχεται με ευχαρίστηση τα δώρα των πολιορκητών της.

Μόνιμοι θαμώνες του πανδοχείου, ο Κόμης Αλμπαφιορίττα και ο Μαρκήσιος Φορλιπόπολι, που προσπαθούν να κατακτήσουν την καρδιά της Μιραντολίνα. Ο πρώτος απέκτησε τον τίτλο του χάρη στην περιουσία του και ο δεύτερος είναι ένας άφραγκος αριστοκράτης που παλεύει να διατηρήσει το κύρος του. Καθένας χρησιμοποιεί τα δικά του όπλα για να κερδίσει τη Λοκαντιέρα:

«Ο κύριος Μαρκήσιος αγαπάει τη Λοκαντιέρα μας, αλλά κι εγώ την αγαπάω ακόμα πιο πολύ. Η αφεντιά του περιμένει ανταπόκριση για την ευγενική του καταγωγή, ενώ εγώ την περιμένω σαν ανταμοιβή στις φροντίδες που της προσφέρω».

Σε αντιδιαστολή, ο Ιππότης Ριπαφράττα, ένοικος κι αυτός της λοκάντα, αδιαφορεί για τη Μιραντολίνα καθώς εκ πεποιθήσεως περιφρονεί το γυναικείο φύλο. Παρότι είναι πλούσιος, προτιμά να μην αφήσει την περιουσία του σε απογόνους, διότι αδυνατεί να ανεχθεί την παρουσία μιας γυναίκας δίπλα του. Η άσχημη εντύπωση που έχει διαμορφώσει για τις γυναίκες, αφού τις θεωρεί ψεύτρες και υποκρίτριες, τον απομακρύνει αρχικά από τον κίνδυνο να είναι κι αυτός θύμα της όμορφης Λοκαντιέρας.

Εκείνη δεν θα ανεχθεί την κατατρόπωση του γυναικείου εγωισμού της:

«Και αυτός ο κύριος Ιππότης, αγροίκος σαν αρκούδα, να μου φερθεί τόσο χοντροκομμένα; Είναι ο μόνος πελάτης που ήρθε στη λοκάντα μου και δεν του άρεσε η συντροφιά μου. Δεν λέω πως όλοι με ερωτεύτηκαν με την πρώτη, αλλά να με περιφρονεί έτσι; Κοντεύω να σκάσω από το κακό μου. Είναι εχθρός των γυναικών; Μισογύνης; Ο θεοπάλαβος! Φαίνεται πως δεν βρήκε ακόμα τη δασκάλα του. Μα πού θα πάει; Θα την βρει. Και ποιος ξέρει αν δεν την βρήκε κιόλας; Με κάτι τέτοιους σαν κι αυτόν το βάζω πείσμα».

Χρησιμοποιώντας επομένως όλα τα όπλα της θα καταφέρει πολύ γρήγορα να κατακτήσει τον Ιππότη και μάλιστα εντός ολίγων ωρών. Καλή γνώστρια της ανδρικής ψυχολογίας, θα τον χειραγωγήσει με ιδιαίτερη ευκολία και θα τον πείσει για την ειλικρίνειά της, που τη διαχωρίζει από τις ψεύτρες ομόφυλές της. Ο Ιππότης, ερωτευμένος πλέον, ταλανίζεται από ένα άγνωστο έως τότε γι’ αυτόν συναίσθημα: το πάθος του για τη Λοκαντιέρα. Είναι φανερό πλέον σε όλους, αν κι εκείνος το αρνείται και δεν το παραδέχεται παρά μόνο στην ίδια.

Η Μιραντολίνα , ικανοποιημένη από την επιτυχία της, του αποκαλύπτει το τέχνασμά της:

«Κύριοι μου, εγώ είμαι μια γυναίκα απλή κι ειλικρινής (…) Προσπάθησα να κάνω τον κύριο Ιππότη να με ερωτευτεί (…)».

Ακολουθώντας την τακτική του αιφνιδιασμού, θα δώσει τέλος στο γαϊτανάκι των θαυμαστών της, ανακοινώνοντας το γάμο της με τον υπηρέτη του πατέρα της, Φαμπρίτσιο.

Μέσω της Λοκαντιέρας, ο Γκολντόνι σατιρίζει και διαψεύδει, όπως αναφέρει ο ίδιος στο εισαγωγικό του σημείωμα προς τον αναγνώστη, τις πλανεύτρες και υποκρίτριες γυναίκες. Δεν στέκεται στο ερωτικό συναίσθημα, αλλά επιχειρεί να εμβαθύνει στις διαπροσωπικές σχέσεις και στην εκμετάλλευση των αφελών και αθώων από τους επιτήδειους.

Αν και οφείλουμε να σεβαστούμε τη θέση του δημιουργού, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ένα βασικό ερώτημα που γεννάται. Μήπως τελικά ο Ιππότης επιθυμούσε ενδόμυχα να βιώσει τον έρωτα που αρνιόταν πεισματικά; Στην πορεία του έργου εμφανίζεται εξαπατημένος από τα κόλπα της Μιραντολίνα. Έως εκείνην τη στιγμή όμως διατράνωνε την υποκρισία των γυναικών. Είχε αποφασίσει μάλιστα να εγκαταλείψει τη λοκάντα για να μην πέσει στη παγίδα της. Η λιποθυμία της τον αποτρέπει. Αποτελεί όμως αυτό το γεγονός μέρος της απάτης της νεαρής κοπέλας ή η δικαιολογία που ο ίδιος αποζητούσε για να μείνει κοντά της; Σύμφωνα με το Γκολντόνι, ο Ιππότης είναι θύμα μιας γυναίκας αράχνης που πλέκει αριστοτεχνικά γύρω του τον ιστό της. Αν όμως κάτω από την επιφανειακή αυτή εξήγηση υποκρύπτεται κάτι άλλο; Ο ήρωας οδηγείται εντέλει ακούσια ή εθελοντικά στο δρόμο που του χάραξε η Λοκαντιέρα;

Λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι ο Γκολντόνι επηρεάστηκε από προσωπικά του βιώματα, ενδέχεται να αντιμετώπισε τη Μιραντολίνα υπό το πρίσμα της ανδρικής οπτικής και προκατειλημμένος υπέρ του Ιππότη. Σε κάθε περίπτωση απομένει στους αναγνώστες να εξάγουν τα συμπεράσματά τους και να κατανοήσουν τη συμπεριφορά των πρωταγωνιστών. Ανεξάρτητα όμως από όλα αυτά, η Λοκαντιέρα παραμένει ένα κλασσικό έργο που διαβάζεται ή παρακολουθείται στο θέατρο με ιδιαίτερη ευχαρίστηση ακόμη και σήμερα και δικαίως γεννά προβληματισμούς γύρω από το θέμα της ανθρώπινης συμπεριφοράς.