Γράφει ο Ερμής.

Ο Δεκαπενταύγουστος έκρυβε πάντοτε για εμένα μια θλιμμένη πλευρά. Όταν ήμουν παιδί, ήταν το όριο ανάμεσα στη ξενοιασιά του καλοκαιριού και του απαιτητικού σχολικού χειμώνα.

Οι γονείς μου επέλεγαν τον Ιούλιο για τις διακοπές μας και παρόλο που περνούσαν την 15η ημέρα του τελευταίου ανέμελου μήνα στην εορτάζουσα θεία μου, εγώ προτιμούσα να μένω μόνος στο σπίτι για έναν και μοναδικό λόγο: για να διατηρήσω στη μνήμη μου την όψη του ως καταφύγιο και όχι ως χώρο καταπίεσης. Διότι, μόλις ξεκινούσε η σχολική περίοδος, τότε άρχιζαν αυτομάτως και τα δικά μου προβλήματα. Πηγαινοερχόμουν ανάμεσα στο σπίτι – δεσμωτήριο, όπου η μητέρα μου φώναζε «Διάβασε – φάε – βιάσου μην αργήσεις στο μάθημα» και το σχολείο – στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Η συνήθεια να είμαι μόνος αυτήν τη συγκεκριμένη ημέρα, απέκτησε επετειακή ιδιότητα και ίσως γι’ αυτό σήμερα δεν ακολούθησα τον Ζέφυρο και την Αμβροσία στην εκδρομή τους. Ενδεχομένως να ήταν και μια ευκαιρία να κλέψω λίγη από την αίγλη του κυρίου μου και να διηγηθώ μια δική μου ιστορία.

Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν ήμουν ποτέ καλός μαθητής. Μελετούσα όσο απαιτούταν για να προβιβάζομαι στην επόμενη τάξη και είναι αλήθεια ότι εάν απαλλασσόμουν από τον πατρικό έλεγχο, δεν θα πατούσα ξανά στο σχολείο.

Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί όφειλα να υπακούω σ’ ένα εκπαιδευτικό σύστημα που πρόδιδε την ίδια την αποστολή του. Υποτίθεται ότι σκόπευε να «ανοίξει» τους πνευματικούς μας ορίζοντες κι αντ’ αυτού μας περιόριζε και μας τοποθετούσε σε άμορφα καλούπια.

Απεχθανόμουν τα μαθηματικά γιατί για εμένα τίποτα δεν ήταν μονομερές και δεν αρκούσε σε καμιά περίπτωση το 1 + 1 = 2. Η σκέψη μου πετούσε, ταξίδευε, χανόταν σε δαιδαλώδη μονοπάτια. Αγαπούσα το μάθημα της γλώσσας, αλλά ούτε εκεί τα πράγματα ήταν εύκολα, αφού αρνιόμουν να εντάξω τα κείμενα, που αναλύαμε, σε καθορισμένες φόρμες. Ήταν αδιανόητο να πιστέψω ότι ένας συγγραφέας έγραφε σκεπτόμενος όλα αυτά που μας δίδασκαν οι καθηγητές μας. Νιώθοντας μέσα μου την ανάπτυξη του συγγραφικού μικροβίου, ήμουν βέβαιος ότι κανένας από τους συνοδοιπόρους μου δεν φυλάκιζε σε ανόητα σχήματα τις λέξεις που κατέκλυζαν την ψυχή και ζητούσαν διέξοδο προς το χαρτί. Τα λογοτεχνικά ρεύματα και οι κανόνες ήταν δημιουργήματα όλων αυτών που αποδομούσαν το μεγαλείο του κειμένου.

Τίποτα δεν ήταν σημαντικότερο από τη φαντασία και στο μυαλό μου όλα ήταν αμφίσημα. Η λογική υστερούσε έναντι της δημιουργικής ελευθερίας και ουδείς μπορούσε να με μεταπείσει. Ήμουν σίγουρος ότι ακόμη και οι θετικοί επιστήμονες, που συνέβαλλαν στην εξέλιξη του κόσμου, μελετούσαν φιλοσοφία. Αν δεν υπάρχει οραματισμός και καινοτομία, δεν υπάρχει ανάπτυξη. Η φαντασία οδηγεί και η λογική εκτελεί. Τόσο απλά.

Μεγαλώνοντας, όχι μόνο δεν υπαναχώρησα από τις θέσεις μου, αλλά επιχείρησα και να τις αποδείξω. Δεν ξέρω εάν τα κατάφερα, όμως εξέφρασα τουλάχιστον τις πνευματικές μου ανησυχίες. Θα ήθελα να βαυκαλίζομαι και να ισχυρίζομαι ότι κάποιοι με θεωρούν διάνοια. Ενδέχεται όμως να σχημάτισαν απλώς την ίδια άποψη με την μητέρα μου. Ότι δηλαδή δεν είμαι τίποτα περισσότερο από ένα άβουλο παπί, χαμένο από το κοπάδι του.

 

Συνταγή της Αμβροσίας: Η πάπια αρωματίστηκε

Υλικά:

1 πάπια (2 κιλά) κομμένη σε μερίδες

1 ½ κιλό κρεμμυδάκια για στιφάδο

300 γραμμάρια δαμάσκηνα (χωρίς κουκούτσι)

1 ποτήρι του νερού λάδι

½ φλιτζανάκι του καφέ ξύδι

Αλάτι – Πιπέρι – Κύμινο σε σπόρους

10 σπυριά μαύρο πιπέρι, άκοπο

10 σπυριά μπαχάρι

3 φύλλα δάφνης

3 κουταλιές της σούπας πελτέ ντομάτας

1 ποτήρι του νερού κονιάκ

 

Εκτέλεση:

Μαρινάρουμε, από το προηγούμενο βράδυ, τα δαμάσκηνα σε κονιάκ. Πλένουμε καλά την πάπια και καθαρίζουμε τα κρεμμυδάκια. Βάζουμε στην κατσαρόλα το λάδι να ζεσταθεί και σοτάρουμε τα κρεμμυδάκια (ολόκληρα). Τα αφαιρούμε από την κατσαρόλα και σοτάρουμε στο ίδιο λάδι την πάπια. Προσθέτουμε τα κρεμμυδάκια, το ξύδι, τον πελτέ ντομάτας (αραιωμένο σε λίγο νερό), το πιπέρι, το αλάτι, το μπαχάρι, τη δάφνη, το άκοπο πιπέρι και το κύμινο. Ρίχνουμε ζεστό νερό, τόσο όσο χρειάζεται για να βράσει και να μείνει με τη σάλτσα του. Πέντε λεπτά πριν το κλείσουμε, προσθέτουμε τα δαμάσκηνα και περιχύνουμε με το κονιάκ, που τα είχαμε μαρινάρει. Αφήνουμε το φαγητό να βράσει, μέχρι να μείνει με τη σάλτσα του, προσέχοντας να μην λιώσουν τα κρεμμυδάκια. Σερβίρουμε σε πιατέλα και συνοδεύουμε με αρωματικό πιλάφι.