Από την Αναστασία Δημητροπούλου.

Η μυρωδιά της ήταν που με ξύπνησε, είμαι βέβαιη.

Όχι ο ρυθμικός της ήχος στο περβάζι που, ομολογουμένως, σήμερα θυμίζει, ούτε λίγο ούτε πολύ, στρωτή μελωδία καλοκουρδισμένου μουσικού κουτιού.

Εκείνη η τόσο έντονη, η τόσο χαρακτηριστική και γνώριμη μυρωδιά της διέλυσε μία μία τις φυσαλίδες του μεσημεριανού ύπνου σπρώχνοντας το συρμό του ονείρου κατευθείαν στον Καιάδα της πραγματικότητας με το αιφνίδιο άνοιγμα των ματιών.

Είχε απο το πρωί που γυρόφερνε με σύννεφα τον καλοκαιρινό ουρανό, που πάσχιζε μανιωδώς για να αντικαταστήσει την κυανή του πουκαμίσα με τη γκρίζα που στις άκρες τού πεφτει μικρή και τον στενεύει, με αποτέλεσμα η πύρινη κοιλιά του ήλιου απο μέσα να ασφυκτιά.

Στέρεψε όλο το απογευματινό φως, το ελληνικό, εκείνο που μοιάζει με λάμπα ανακρίσεως απέναντι στη μεταβλητή ανθρώπινη συνείδηση, τα κορμιά απέρριψαν το θαλασσινό αλάτι, κούρνιασαν σε ομπρέλες κι υπόστεγα, η ευχή της καυτής ασφάλτου για ενυδάτωση εκπληρώθη και ώσπου το κακομαθημένο παιδί της φύσης, η παροδική ασωτεία του καιρού που λέγεται νεροποντή, να βαρεθεί το παιχνίδι της, όποιος ρωτήσει να μάθει για το θέρος της πατρίδας μας, ας ψάξει στα μάτια των μεγάλων της Λογοτεχνίας.

 

Ο άνθρωπος που έχασε τη ζωή του επειδή προτίμησε να ταξιδέψει απο την Προβηγκία ως το Παρίσι ως επιβάτης στο μοιραίο Facel Vega του φίλου κι εκδότη του, και δεν χρησιμοποίησε το εισιτήριο του τρένου που ως τραγική ειρωνεία και κατάρα, σημάδεψε την τσέπη του και την τελευταία του διαδρομή, ο αινιγματικός και πολυδιαβασμένος συγγραφέας του «Ξένου», της «Πανούκλας» της «Πτώσης», του «Μύθου του Σισύφου», του «Ευτυχισμένου θανάτου» αλλά και του ημιτελούς «Πρώτου Ανθρώπου», του οποίου οι πρώτες 144 σελίδες βρέθηκαν ακριβώς πλάι στη σωρό του, αφουγκράζεται όσο ελάχιστοι, τη χρυσαφένια αίγλη της Μεσογείου.

Στα «Σημειωματάριά» του η ιερή διαύγεια των υδάτων της, η ανεπιτήδευτη υπεροχή του φωτός έναντι στο σκοτάδι, η αλμύρα που αγκαλιάζει με τρυφερότητα και ηδυπάθεια τα κορμιά και τις ψυχές, είναι το ίδιο το πρόσωπο της αγνότητας, η βαθιά εντιμότητα του κάλλους. Εκείνη που δεν έχει κανέναν πολέμιο, ούτε καν την αμείλικτη ράβδο του χρόνου. Πιο συγκεκριμένα μέσα στα μάτια του ελληνικού καλοκαιριού, ο Albert Camus διακρίνει το απόλυτο ευτυχείν και το νόημα της ζωής και τα αναδεικνύει αμφότερα με λιτότητα στο συγγραφικό του ύφος, οξυδέρκεια κι επικέντρωση στους υψηλούς στοχασμούς.

Εκεί όπου χτυπά η καρδιά τόσο της Ιστορίας όσο και της Φιλοσοφίας, εκεί όπου ο βράχος συνουσιάζεται κατ’ αποκλειστικότητα με τη θάλασσα, εκεί όπου οι παιδίσκες του ήλιου χαράζουν τα πρόσωπα των θνητών, εκεί κάθε καλοκαίρι που φτάνει στο πέρας του, όπως αυτό, μοιάζει με την τελευταία διαθήκη.

Εκείνη που αναιρεί όλες τις προηγούμενες, και που ταυτόχρονα αποτελεί μια παραλλαγή του ίδιου μας του εαυτού.

Την ίδια άποψη συμμερίζεται κι ο συγγραφέας του σημαντικού «Ελληνικού καλοκαιριού», του «Ερωτικού Λεξικού της Ελλάδας» και ποιητής του «Ηνίοχου» προχωρώντας την, ωστόσο, ένα ουμανιστικό βήμα παρακάτω. Ο φιλέλληνας συγγραφέας και στοχαστής, Jacques Lacarrière, που ελλείψει χρημάτων ξεκίνησε με τα πόδια ως φοιτητής απο την Πόλη του Φωτός, έφτασε τρεις εβδομάδες αργότερα στην Κέρκυρα προκειμένου να ανακαλύψει την Ελλάδα, κι έμαθε την ελληνική γλώσσα μέσα απο την ποίηση του Σεφέρη, ο δαιμόνιος Γάλλος, του οποίου οι στάχτες σκορπίστηκαν ανοιχτά των Σπετσών, σύμφωνα με τη στερνή του επιθυμία, έγραψε ένα εκ των σημαντικότερων έργων με κέντρο τη φωτεινή μας πατρίδα.

Για τη μεταπολεμική χώρα που γέννησε τον Ηράκλειτο και τον Αισχύλο, την οποία επισκεπτόταν απο το 1947 εώς το 1966, αναφέρει πως δεν πρέπει να την αγαπά κανείς μονάχα για τον ήλιο, τη θάλασσα και τη ζεστή φιλοξενία των ανθρώπων της, αλλά να γίνεται σύντροφος και συμπαραστάτης της στα δύσκολα.

Να την αγαπά όταν υποφέρει. Φωνές παιδιών, γέλια, κρασί με τυρί και ελιές, παραθεριστές με φωτογραφικές μηχανές, χρώματα, υδάτινες αντανακλάσεις ηλικοκαμένων μορφών, ζέστη και ραστώνη κυριαρχούν σε ένα έργο που προέβαλε κάθε ευαίσθητη πλευρά της Ελλάδας στο εξωτερικό σε δύσκολες για ‘κείνη εποχές.

Όσα δεν προσέχει η Ευρώπη είναι που απασχολούν τον ταξιδιώτη του θέρους, τον ασκητή της ποίησης και αυτά δεν είναι άλλα απο τους ψαράδες, τους περαστικούς, τη βλάστηση που δεν χορταίνει το μάτι, και τα λευκά νησιώτικα σπίτια με τα σκούρα μπλε παραθυρόφυλλα.

Αυτά είναι η ζωή στην Ελλάδα και η χιλιοπληγωμένη της ψυχή που γίνεται καθημερινά τυχερό πιόνι στα διάπυρα δάχτυλα ενός ακούραστου ήλιου στο μαγικό επιτραπέζιο παιχνίδι που παίζεται μονάχα πάνω στα κεντίδια της άμμου και ονομάζεται «Ελληνικό Καλοκαίρι».

Ίσως είναι τούτος ο ακούραστος ήλιος, ο ελληνικός, ο μυκονιάτικος που ανασταίνει μέχρι και νεκρούς. Αυτός, η θάλασσα, το νεύμα του Απόλλωνα απο τη Δείλο απέναντι, κι η διονυσιακή ατμόσφαιρα που προσφέρεται απλόχερα στις γλαφυρές αεικίνητες περιγραφές, πιθανότατα αρκούν για να κερδίσει μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή ο Albert Camus μέσα στην πρωτότυπη συγγραφική σύλληψη του Δημήτρη Στεφανάκη, «Συλλαβίζοντας το Καλοκαίρι» κι έναν έρωτα βραχύβιο, μα συγκλονιστικά ανεπανάληπτο η ανήσυχη Αριάδνη, μα τι θα μπορούσε να ισχύει άραγε για τον άληκτο «Πρώτο Άνθρωπο»;

Θα ευνοηθεί αυτή τη φορά απο τη μοίρα για να ολοκληρωθεί;

Θα κλείσει τον ανοιχτό συγγραφικό του λογαριασμό ο Albert Camus, ποιά η απόφασή του; Θα παραμείνει στον κόσμο που τον διάβασε και τον αγάπησε; Ποιό το τέλος του και ποιές οι συνέπειες της επιλογής του; Στην ταβέρνα όπου αντιμετωπίζουν με τρόμο και επιφύλαξη το αλλόκοτο ταξίδι του ωχρού νομπελίστα στο χωροχρόνο και τον συνεχώς μεταβαλλόμενο ανθρώπινο πολιτισμό, τι έχει φέρει μαζί του εκτός της λογοτεχνικής αίγλης, των στοχασμών του κι ενός επίγειου κινητού θαύματος;

Μέσα απο τους έξυπνους διαύλους της αφήγησης του Δημήτρη Στεφανάκη, τους ζωντανούς διαλόγους που καθένας παίρνει για αληθινούς κι υποκύπτει στον πειρασμό να μουρμουρίσει, αλλάζοντας διαδοχικά τους ρόλους σε μια συναρπαστική παντομίμα μπροστά στον καθρέφτη, αναρωτιέσαι ποιόν γυροφέρνει η έμπνευση. Τον Πλούταρχο Νερεπόντη ή έναν νεκραναστημένο Camus με αδυναμίες, πάθη, θύμησες και λάθη, έναν Camus υποχρεωμένο να υπακούσει στις επιταγές της μυθοπλασίας; Σίγουρα πάντως επιβραβεύει τις λογοτεχνικές συνειδήσεις που πλαγιάζουν αποκαμωμένες τις νύχτες μόνο αφότου χαρίσουν στο κοινό ατόφια την αναγνωστική ηδονή.

Τέλεψε η βροχή εδώ και λίγη ώρα, τέλειωσαν οι ρώγες των σταφυλιών στο πιάτο μου, και ο ήλιος τώρα βγαίνει δειλά απο την κρυψώνα του σαν μαλωμένο παιδί. Τον κοιτώ κατάματα κι ας με τιμωρήσει γι’ αυτό. Σαν και τη δυναστεία του δικού του φωτός, δεν υπάρχει πουθενά αλλού στον κόσμο, σαν και την ελληνική ψυχή που έθρεψε τον Σεφέρη, το Ρίτσο, τον Ελύτη, τον Καραγάτση και τον Καζαντζάκη, δεν θα ξαναγεννηθεί.

Οι ηλιαχτίδες μπαίνουν στο χώρο όπως προηγουμένως η μυρωδιά της βροχής. Μία απο αυτές χαϊδεύει στοργικά το μάγουλο του άντρα με το ψάθινο καπέλο στον ομώνυμο πίνακα του Νικόλαου Λύτρα. Το βλέμμα του παραμένει στηλωμένο και διεισδυτικό πάνω μου, και το δικό μου στον ήλιο που διαφεντεύει στον ουρανό όπως πρώτα.

Εσύ, αλήθεια, ποιόν ήλιο θωρείς και ποιός βρίσκεται πίσω σου να σε θαυμάζει γι’ αυτή σου την επιλογή;