Γράφει ο Ερμής.
«Ξέρεις τι θυμήθηκα, καθώς σε κοιτάζω;» ρώτησε ο Ζέφυρος την Αμβροσία, ενώ εκείνη πότιζε τις γλάστρες. «Την ιστορία του λουλουδιού και του βόρειου ανέμου».
«Ω!!! Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε», απάντησε η Αμβροσία.
«Σε τι ακριβώς αναφέρεστε;», θέλησα να μάθω κι εγώ, που δεν καταλάβαινα τη συζήτησή τους.
«Είναι μια πολύ παλιά ιστορία», εξήγησε ο Ζέφυρος.
«Κάποτε ο βόρειος άνεμος ταξίδεψε σ’ ένα εξωτικό μέρος με υψηλές θερμοκρασίες. Εκεί είχε πολλή ζέστη σε συνδυασμό με υγρασία και εάν δεν ανήκες στους μόνιμους κάτοικους, που είχαν συνηθίσει, ένιωθες ασφυκτικά.
Υπέροχη αίσθηση άφησε η δροσερή πνοή του ανέμου, μόλις έφθασε κι ένα λουλούδι χάρηκε πάρα πολύ. Ήταν ένα όμορφο γαλάζιο άνθος, μ’ ένα περίεργο όνομα που δεν θυμάμαι.
- Πόσο όμορφα νιώθω, έλεγε στα λουλούδια που ήταν πλάι του. Πρώτη φορά αισθάνομαι τόσο δροσερό. Μακάρι να ζούσα σ’ ένα μέρος που να φυσά συχνά.
Ο βόρειος άνεμος το άκουσε και αυτοστιγμεί τού πρότεινε να το πάρει μαζί του.
- Στη χώρα μου δεν είναι όπως εδώ. Φυσά και κάνει κρύο. Δεν θα ζεσταίνεσαι πια. Θέλεις να έρθεις;
- Ναι!!! απάντησε το λουλούδι, δίχως να σκεφτεί πως θα ζούσε σε μια περιοχή με κλιματικές συνθήκες που δεν του ταίριαζαν.
- Πώς θα φύγεις; Εμείς δεν μπορούμε να ζήσουμε στο Βορρά. Θα πεθάνεις, του υπενθύμισαν τα λουλούδια που άκουσαν το διάλογό του με τον άνεμο.
Εκείνο όμως δεν άκουγε κανέναν.
- Εγώ θα πάω. Είναι μοναδική ευκαιρία για εμένα και δεν θα την χάσω.
Τους αποχαιρέτησε λοιπόν όλους και ακολούθησε τον άνεμο στη χώρα του.
Πόσο μακριά ήταν από την πατρίδα του και πόσο διαφορετική ήταν η εικόνα που αντίκριζε. Από ένα μέρος με πλούσια πανίδα, βρέθηκε σ’ ένα έρημο, χιονισμένο τοπίο. Έκανε πάρα πολύ κρύο και το λουλούδι κρύφτηκε στην αγκαλιά του ανέμου, προσπαθώντας να ζεσταθεί.
- Κρυώνω!!Γιατί δεν μου εξήγησες ότι εδώ είναι όλα παγωμένα;
- Μα σου είπα ότι ζω στο Βορρά. Το ήξερες ότι θα έρθουμε εδώ, δικαιολογήθηκε λυπημένα ο άνεμος, που φοβόταν ότι το άνθος δεν θα δεχόταν να ζήσει μαζί του.
Εκείνος το είχε αγαπήσει γιατί ήταν πάρα πολύ όμορφο και η όψη του τον χαροποιούσε.
- Θα μείνεις στο σπίτι μου και δεν θα είσαι εκτεθειμένο στο κρύο. Θα είσαι καλά, στο υπόσχομαι.
Και το λουλούδι έζησε στο σπίτι του ανέμου και είναι αλήθεια ότι στην αρχή ήταν ευτυχισμένο, γιατί ο καλός του φίλος το φρόντιζε και το αγαπούσε. Δεν κρύωνε, γιατί ο άνεμος άναβε το τζάκι και η γλυκιά του θέρμη προστάτευε το άνθος από τις ριπές ψύχους, που τρύπωναν από τις χαραμάδες.
Όταν ζεσταινόταν πολύ, ο άνεμος φυσούσε απαλά κι εκείνο άφηνε τα πέταλά του να στροβιλίζονται σ’ ένα στατικό χορό.
Οι μέρες κυλούσαν, αλλά καθώς το λουλούδι χρειαζόταν τον ήλιο και τη γη για να επιζήσει και ήταν εντελώς αποκομμένο και από τους δυο, γρήγορα μαράζωσε και οι δυνάμεις του το εγκατέλειψαν. Ό,τι κι αν έκανε ο άνεμος, δεν επαρκούσε για να σωθεί. Στο τέλος, παρόλο που δεν ήθελε να το αποχωριστεί, του πρότεινε να επιστρέψει στην πατρίδα του.
- Είναι αργά, φίλε μου, είπε ξέπνοα το άνθος. Με φρόντισες όσο καλύτερα μπορούσες. Το ξέρω. Ήταν λάθος μου όμως να ταξιδέψω τόσο μακριά. Οι φίλοι μου είχαν δίκιο. Δεν έπρεπε να ξεπεράσω τα όριά μου.
Αυτές ήταν οι τελευταίες του λέξεις. Με τον ίδιο αναπάντεχο τρόπο που βρέθηκε στη ζωή του ανέμου, χάθηκε για πάντα.
Ο άνεμος στενοχωρήθηκε πολύ κι ένιωσε ένοχος για την απώλειά του, αλλά δεν μπορούσε να διορθώσει πλέον την κατάσταση. Η ανάμνηση του φίλου του ήταν πάντοτε ζωντανή για εκείνον ως παράδειγμα ότι οφείλουμε να σεβόμαστε τα όριά μας.
Συνταγή της Αμβροσίας: Γαλαζολούλουδο
Υλικά:
1 κιλό γλυκιά σαντιγί
Μπλε χρώμα ζαχαροπλαστικής (έως 16 σταγόνες)
20 μαρέγκες (ροζ – κίτρινες – άσπρες – βεραμάν)
1 μπολ μαύρα σταφύλια (χωρίς κουκούτσια, πλυμένα και στεγνά)
Εκτέλεση:
Ανακατεύουμε τη σαντιγί με το χρώμα ζαχαροπλαστικής, ώστε να γίνει γαλάζια.
Σ’ ένα μπολ τοποθετούμε εναλλάξ στρώμα σαντιγί – μαρέγκες, φροντίζοντας στο τέλος να καλύψουμε με σαντιγί. Καλύπτουμε όλη την επιφάνεια με τα σταφύλια και τοποθετούμε το γλυκό στο ψυγείο (όχι στην κατάψυξη).