Από την Ισμήνη Χαρίλα
Το τέλος του Αγαπημένου – “ La fin de Chéri” – εκδόθηκε το 1926 και είναι η συνέχεια του έργου «Ο Αγαπημένος» της Sidonie – Gabrielle Colette. Έξι χρόνια αργότερα από το πρώτο βιβλίο, η συγγραφέας μεταφέρει στους αναγνώστες το τέλος της ιστορίας.
Ακολουθώντας το ίδιο μοτίβο μικρής φόρμας αφήγησης, η Colette περιγράφει την εξέλιξη των πρωταγωνιστών, παράλληλα με τις κοινωνικές μεταβολές, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Παρόλο που η ερωτική σχέση του Φρέντ και της Λεά παραμένει ιδεατά στο προσκήνιο, το κέντρο βάρους μετατοπίζεται στην ψυχική μελέτη των ηρώων, εστιάζοντας, εκτός από τον Chéri, στις γυναικείες μορφές. Η Colette παρακολουθεί τις αλλαγές που επήλθαν στις ζωές των ανθρώπων, λόγω του πολέμου και προβάλλει το νέο κοινωνικό σκηνικό, όπου οι γυναίκες κατέχουν την πρωτοκαθεδρία.
Η σύζυγος του Φρεντ, η Εντμέ, παύει να είναι το υπάκουο και υποταγμένο κορίτσι. Είναι πλέον μια νέα, δυναμική, εργαζόμενη και χειραφετημένη γυναίκα που ξέρει τι θέλει και πώς μπορεί να το κατακτήσει. Ανεξάρτητη, έχει εδραιώσει τη θέση της στο περιβάλλον της και είναι εκείνη που χειραγωγεί τον Φρεντ, σε συνεργασία με την πεθερά της, με την οποία απέκτησε μια ιδιόμορφη φιλική σχέση.
Ο σύζυγός της δεν αποτελεί για εκείνη παρά έναν εξαρτημένο συμβατικό δεσμό. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν υφίσταται ανάμεσά τους κανένα ερωτικό συναίσθημα, αφού η Εντμέ αρνείται ακόμη και να δημιουργήσουν οικογένεια, τρομάζοντας στην ιδέα ότι το παιδί θα του μοιάζει:
«Ένα παιδί….Για να σου μοιάσει (…..) Όχι ….».
Σε αντιδιαστολή με τη μητέρα του, τη γυναίκα του και τον καλύτερό του φίλο, που έχουν προχωρήσει, ενστερνιζόμενοι τα νέα κοινωνικά δεδομένα και σχεδιάζοντας το μέλλον, ο Φρέντ παραμένει αιχμάλωτος των αναμνήσεων του παρελθόντος. Κατά τη διάρκεια του πολέμου γνώρισε από κοντά τη βαρβαρότητα, την καταστροφή και το θάνατο. Πάντοτε πιστός στην ωραιότητα και την καλή ζωή, πανικοβάλλεται στην οπτική της υποτέλειας και του φόβου που κατέκλυσαν την καθημερινότητά του κατά την εποχή που υπηρετούσε στο μέτωπο. Ανίκανος ή μάλλον αρνούμενος να απαρνηθεί το χθες και να εγκλιματιστεί στο σήμερα, αφήνει τις γυναίκες της οικογένειας να διαχειρίζονται ακόμη και την περιουσία τους.
Η μία και μοναδική συνάντησή του με τη Λεά καθ’ όλη την πορεία του έργου, δεν αποτελεί παρά μια ύστατη προσπάθεια να ξαναβρεί τη χαρά της ζωής. Έστω κι αν ο φίλος του τον μέμφεται ότι, εξαιτίας της, δεν έμαθε να χειρίζεται τις καταστάσεις και δεν ωρίμασε, εκείνος κοντά της ήταν ευτυχισμένος.
Η στάση της εξηντάχρονης όμως Λεά όχι μόνο δεν θα ικανοποιήσει τις προσδοκίες του, αλλά θα διογκώσει το συναίσθημα δυστυχίας του. Η αγαπημένη του έχει συμβιβαστεί με το πέρασμα του χρόνου και με την όποια χαρά μπορεί να της χαρίσει το παρόν:
«Αγαπώ το παρελθόν μου. Αγαπώ το παρόν μου. Δεν ντρέπομαι για ό,τι είχα και δεν λυπάμαι γι’ αυτά που δεν έχω πια».
Ο Φρεντ αντιλαμβάνεται ότι ήταν λάθος του να την αποχωριστεί πριν από εφτά χρόνια και ότι έχασε σημαντικές στιγμές ευτυχίας. Η Λεά ήταν για εκείνον ο παράδεισος, απ’ όπου εξορίστηκε ηθελημένα. Τώρα όμως δεν υπάρχει δυνατότητα να είναι μαζί. Η αγάπη έχει χαθεί και τίποτα δεν μπορεί να τους ενώσει, δεδομένου και του γεγονότος ότι η ηλικία έχει βαρύνει επικίνδυνα πάνω στο καλλίγραμμο σώμα της.
Το πάθος του Φρεντ για τις παλιές φωτογραφίες της αγαπημένης του μαρτυρεί την αδυναμία του και τον αιώνιο έρωτά του γι’ αυτήν, αφού ζηλεύει ακόμη και τώρα:
«Πίστευα ότι μου ανήκε και δεν διέκρινα ότι ήμουν μόνο ένας από τους εραστές της».
Στο πρώτο βιβλίο οι ήρωες βυθίζονται στην κατάθλιψη, αλλά αιωρείται ένα πέπλο αισιοδοξίας. Στο δεύτερο βιβλίο η μελαγχολία διαγράφει κάθε σημάδι ελπίδας.
«Όλα έχουν ειπωθεί», διαπιστώνει ο Φρεντ και από αυτό το σημείο κι έπειτα το τέλος που επιλέγει είναι πλήρως κατανοητό και αναμενόμενο.
Οι συμβολισμοί κυριαρχούν στο έργο με σημαντικότερο αυτόν που τονίζεται μέσω των μαργαριταριών της Λεά, ένα κόσμημα που ο Φρεντ αγαπούσε και ποθούσε πάντα. Η Λεά τα φορά πάντα στο λαιμό της κι εκείνος εστιάζει το βλέμμα του πάνω τους, αφού αποτελούν πιθανότατα το μοναδικό στοιχείο που παρέμεινε αναλλοίωτο. Σύμβολο δακρύων, θα μπορούσαν ενδεχομένως να προϊδεάζουν τον αναγνώστη και για το τέλος του έργου.
Η Λεά δεν είναι απλώς μια γυναίκα που την ερωτεύεται ένας άνδρας. Είναι η μητέρα – ερωμένη που συνδέει την εφηβεία του Φρεντ με την ενηλικίωσή του. Ως νέα και όμορφη εικονίζει το όνειρο, ενώ ως ηλικιωμένη και ρυτιδιασμένη μετουσιώνει την απώλεια και την αποτυχία. Μέσω της ηρωίδας της, η Colette ισορροπεί ανάμεσα στη νίκη την ήττα, τη ζωή και το θάνατο.
Η πρόοδος και η μεταβολή στον τρόπο διαβίωσης επισημαίνεται εντέχνως. Το μικρό μπουντουάρ της Εντμέ έχει μετατραπεί σε γραφείο, υποδηλώνοντας την επαγγελματική ενασχόληση των γυναικών. Η μετακόμιση των κυριών σε διαμερίσματα υπογραμμίζει την κατασκευαστική έξαρση. Μικρολεπτομέρειες στο ντύσιμο και στα καθημερινά αντικείμενα χρησιμεύουν για να περιγραφεί πλήρως η τεχνολογική και επιστημονική ανάπτυξη.
Ολοκληρώνοντας θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η συγγραφέας, με αφορμή μια προσωπική της εμπειρία, ξεκίνησε να γράψει ένα ερωτικό μυθιστόρημα και κατέληξε να χαρίσει στο αναγνωστικό κοινό μια ψυχαναλυτική μελέτη, που δεν γίνεται ίσως αντιληπτή, παρά μόνο διαβάζοντας συνδυαστικά τον «Αγαπημένο» και «Το τέλος του αγαπημένου».