από τον Νικηφόρο Βυζαντινό.
Πολλές φορές αναρωτάμαι,το τι θα μας έλεγαν οι νεκροί μας,το τι θα έλεγαν οι περασμένοι στους τωρινούς για οτι εκείνοι πέρασαν αλλά και για οτι εμείς οφείλουμε να αφουγκραστούμε μέσω της ακατάληπτης γλώσσας
της απουσίας τους,διότι οι νεκροί μιλούν πάντα μέσω της απουσίας ή και διαμέσου των μνημείων της δικής τους παρουσίας στην γη. Μα οτι λένε δεν είναι δυνατό να εισακουστεί μέσα στο πολύβουο ποτάμι των ζωντανών,οι
οποίοι μέσα στην θαλασσοταραχή της καθημερινότητας δεν έχουν άλλη έγνοια από το να σωθούν αυτοί οι ίδιοι,παραβλέποντας τις περισσότερες φορές εκείνη την αδιόρατη κλωστή που τους δένει με το παρελθόν
ακούσια, απλά και μόνο επειδή υπάρχουν.
Ανάμεσα σε τούτον τον φαύλο κύκλο της ασυνενοησίας αναμεταξύ νεκρών και εν δυνάμει νεκρών ή αλλιώς όπως μας αρέσει να αυτοαποκαλούμαστε ζωντανών,στέκουν και κάποιοι που παρατούν την καθημερινότητα τους που δεν είναι λιγότερο σκληρή απο των άλλων και προσπαθούν να αφουγκραστούν τις φωνές του παρελθόντος κόσμου,ενός κόσμου που στις ίδιες βασικές αρχές άγεται και φέρεται ανά τους αιώνες,μιάς και οι
καταστάσεις παραμένουν πάνω – κάτω οι ίδιες για όσο το δίκαιο του ισχυρού θα δημιουργεί τον νόμο και την πολλές φορές πληρωμένη ιστορία που οι περισσότεροι οφείλουν να γνωρίζουν,αν δηλαδή κάτι τέτοιο
αποτελεί προτεραιότητα τους στην ζωή.
Έτσι,μιλώντας για την ιστορία που πραγματικά συνέβει και αυτή που θέλουν να γνωρίζουμε,ποτέ και κανείς δεν θα μπεί στον κόπο να αναρωτηθεί κάν ποιός να ήταν ο Κυρ – Χρήστος,η κυρά Ευαγγελία και ο κυρ Παναγιώτης που ζούσαν κάποτε “απέναντι” στα παράλια της Μικρασίας διότι οι άνθρωποι για την ιστορία δεν έχουν καμιά σημασία. Σημασία έχουν τα κράτη,οι συμφωνίες στα κλειστά δωμάτια,οι νίκες ή οι ήττες των μεγάλων έναντι των μικρών και οι υπογραφές με τα υμίψηλα καπέλα και τα φράκα της εκάστοτε εποχής.
Εδώ θα σας πώ μια μικρή ιστορία σε λίγες γραμμές απο αυτές τις ιστορίες που κανείς δεν νοιάστηκε να μάθετε και που ίσως δεν θα ήθελε να μάθετε διότι εν τέλει τι σημασία έχουν τα έθνη χωρίς τα πρόσωπα
της διπλανής πόρτας; Όσο και αν προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο.
Ο Κυρ – Χρήστος υπήρξε ο παππούς μου γεννημένος κάπου στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και δεν τον γνώρισα παρά απο μερικές παλιές φωτογραφίες στις οποίες έδειχνε πολύ μεγαλύτερος απο όσο πραγματικά
ήταν,αποτέλεσμα της ζωής του στα εργοστάσια της Νέας Ιωνίας με τις δεκαοκτώ ολάκερες ώρες για το μεροκάματο στα υφαντουργεία του μεγάλου κεφαλαίου που τροφοδότησαν με τα νειάτα και την τέχνη τους λές και ήταν λίπασμα,πόσοι και πόσοι κυρ Χρήστοι για δεκαετίες,προτού κι αυτά κλείσουν απο την “έλλειψη ανταγωνιστικότητος” και τα σχέδια των”ηγετών” περί φτωχοποίησης της χώρας κατά το δοκούν.
Αυτός ο άνθρωπος με τα κουρασμένο πρόσωπο ή μάλλον χωρίς πρόσωπο για να μην ξεχνίόμαστε σύμφωνα με την πληρωμένη ιστορία,γνωρίστηκε με την γιαγιά μου την κυρά Ευαγγελία στον συνοικισμό με τις κοινές τουαλέτες ανά τέσσερεις και πέντε προσφυγικές οικογένειες που κάποιοι τους πέταξαν έπειτα απο την μικρασιατική καταστροφή.
Η γιαγιά μου απο την άλλη μεριά,δώδεκα χρονών παιδί έφτασε το 1922 απο “απέναντι” απο τα
παράλια της Μικρασίας κι όταν ο παππούς μου έπαθε εκείνη την εγκεφαλική συμφόρηση και έμεινε μισός άνθρωπος παράλυτος και ανίκανος για το παραμικρό, εκείνη η γυναίκα δεν διαμαρτυρήθηκε καθόλου, μόνο
έσφιξε τα δόντια ανασήκωσε τα μανίκια και τον φρόντισε μέχρι τέλους, επί δώδεκα συναπτά έτη.
Δεν θα ξεχάσω δε ποτέ την όρεξη της για το κάθετι φαγώσιμο προερχόμενο απο την αγωνία της και τον κατατρεγμό, που είχε περάσει πολύ πιο βαθιά πλέον απο το πετσί και τα κόκκαλα της, είχε περάσει χωρίς να το θέλει και κείνη,στην ψυχή της.
Ο κυρ Παναγιώτης πάλι,υπήρξε ο προπάππος μου απο την μεριά της γιαγιάς μου που αν δεν τα έφερνε η ζωή να είναι πλούσιος γαιοκτήμονας απο την Αντάλλεια,δεν θα κατάφερνε ποτέ να περάσει εδώ μαζί με την οικογένεια
του “ταίζοντας” τα μπλόκα με τις μπανκανότες που μπόρεσε να σώσει, καθώς και οτι χρυσαφικό κρυμμένα μέσα στις μαξιλαροθήκες ή όπου αλλού,γιατί να ξέρετε αν και φαντάζομαι πως το υποθέτετε,πως απο την
εδώ μεριά πέρασαν μόνον οι πλούσιοι που είχαν να “ταίσουν” με χρήμα και πολύτιμα κοσμήματα τα μπλόκα. Για τους φτωχούς ούτε λόγος. Μείνανε εκεί που τους βρήκε το κακό,αυτός ο άνθρωπος χωρίς πρόσωπο για την πληρωμένη ιστορία που απο αυτόν μιά θύμηση μονάχα έχει μείνει και ένας ίσκιος να με παρακολουθεί. Κατάφερε να διασώσει ολόκληρη την οικογένεια του με τα τέσσερα μικρά παιδιά και την γυναίκα του και πέθανε μια μέρα απο την στεναχώρια του μέσα στον δρόμο ως σκουπιδιάρης στο
τέλος της ζωής του.
Αυτό το τέλος του επιφύλαξαν όσοι σε κάποια κλειστά δωμάτια αποφάσισαν για αυτόν και τα εκατομμύρια νεκρών και προσφύγων νεκροζωντανών,μα είπαμε η ιστορία είναι σκληρή και δεν βλέπει πρόσωπα παρά μόνον συμφωνίες μυστικές και φανερές. Μόνον “εθνάρχες” και εχθρούς που δεν μπόρω και γώ ο ίδιος να ξεχωρίσω ποιός έκανε το μεγαλύτερο κακό.
Η ιστορία που μαθαίνουν στα σχολειά δεν γράφει για την αγωνία,τα ουρλιαχτά των γυναικόπαιδων,για το πως μύριζε το αίμα και η βενζίνη στους δρόμους ή για το πως μυρίζει η καμμένη σάρκα και το πως δείχνουν
τα διαμελισμένα πτώματα στην προκυμαία της Σμύρνης ή όπου αλλού χύθηκε άδικο αίμα.
Αυτά είναι έργο των “ημίτρελων” ποιητάδων να τα εξιστορήσουν κι αυτοί αν το μπορούν, μιάς και η ζωή η ίδια είναι ο μεγαλύτερος ποιητής και σεναριογράφος όλων, καλών ή κακών.
Αυτό το κείμενο που δεν είναι παρά μια μικρή εξιστόρηση μιάς απο τις εκατομμύρια ιστορίες που δεν θέλουν να μάθετε, ανήκει σε σας ,τον λαό απο τον οποίο προέρχομαι, μέσα από τον οποίο πρωτόδα το φώς αυτού του κόσμου και περιμένω πολλά διότι του αξίζουν πολλά. Όσον αφορά στους νεκρούς είμαι σίγουρος πως ένα απο τα μηνύματα που μου φωνάζουν μέσα απο τα μνήματα τους και νιώθω την υποχρέωση να σας το μεταφέρω, να τώρα δά που τους έχω απέναντι μου παππού και γιαγιά απο την φωτογραφία του γάμου τους να με κοιτούν,είναι πως σε καιρούς κρίσης θα δείξει ο καθένας μας τι αξίζει.
Αδράξτε τη μέρα γιατι το αύριο μπορεί να μην σας βρει εδώ. Να βλέπετε πάντα το θετικό που αχνοφαίνεται μέσα στην μαύριλα των καιρών που κάποιοι αποφάσισαν για εμάς χωρίς εμάς, μάθετε να ζείτε την όποια δυσκολία και σταματάτε να παραπονιέστε για το παραμικρό. Αυτός ο λαός έζησε δια πυρός και σιδήρου. Έτσι ζούνε οι λαοί ανάμεσα των αιώνων, ειδάλλως χάνονται.
Αν αντέξει η χαθεί είναι μόνον στο χέρι το δικό του…
“Χάριν μνημοσύνου αδίκως φονευθέντων και πεσόντων στον εν μικρά Ασία
αγώνα εν έτει 1922.”