από την Λίλιαν Σίμου

 

Η Περλ Μπακ είναι μία από τις πλέον αγαπημένες μου συγγραφείς. Διαθέτω όλη της σχεδόν την βιβλιογραφία, κυρίως τα έργα που σχετίζονται με την μακρινή Κίνα.

Ίσως το πιο γνωστό σε όσους ασχολήθηκαν με την κλασική λογοτεχνία, είναι το μυθιστόρημά της «η Μάνα».

Ωστόσο, προτίμησα να παρουσιάσω ένα άλλο, την «Μαντάμ Βου» όπως κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Γκοβόστη, ή με τον πρωτότυπο τίτλο «Pavilion of Women».

 

Το μυθιστόρημα ξεκινά με άμεση εστίαση στην ηρωίδα, την κυρία Βου. Από τις πρώτες γραμμές του έργου, μαθαίνουμε πως γίνεται σαράντα ετών χωρίς να έχει χάσει την λάμψη και την εκλεπτυσμένη γραμμή της, παρ΄ό,τι είναι ώριμη μητέρα και σύζυγος. Ήρεμη, αποφασιστική, κοιτάζεται στον καθρέφτη και αναπολεί την πρώτη φορά που σηκώθηκε από το νυφικό κρεβάτι και είδε τον εαυτό της στον ίδιο καθρέφτη, σε ηλικία μόλις 16 ετών.

Εκείνο όμως το πρωινό δεν μοιάζει με το πρώτο, της νιότης της.

Στο πρώτο, η έγγαμη ζωή ξεκινούσε και τα όνειρα ήταν διαφορετικά. Στην εποχή των σαράντα, η κυρία Βου έχει πάρει μία σημαντική απόφαση, που αρχικά ξενίζει όλους, τους ανθρώπους της οικογένειάς της και εμάς, ως αναγνώστες.

 

Η κυρία Βου αποφασίζει να βρει στον σύζυγό της μία δεύτερη γυναίκα, νέα και ικανή να συνεχίσει να του προσφέρει την ευκαιρία της ικανοποίησης και της πατρότητας. Θεωρεί, πως μετά από είκοσι τέσσερα χρόνια γάμου και αφοσίωσης, η ηλικία της δεν της επιτρέπει πλέον να έχει την πρότερη ερωτική ζωή και γονιμότητα.

Πιστεύει πως ως γυναίκα, ο κύκλος έχει πλέον ολοκληρωθεί και οφείλει να βρει μία σύντροφο στον σύζυγό της, που θα καλύψει το δικό της κενό. Στην αρχή η έκπληξη είναι δυσάρεστη για τα μέλη της οικογένειας, ο σύζυγός της όμως τελικά δέχεται μία αρκετά νεώτερη σύντροφο.

 

Η ιστορία της Μαντάμ Βου, είναι μία ιστορία πολύπλευρη και πολύχρωμη. Κι αυτό συμβαίνει χάρη στην αριστουργηματική πένα της Περλ Μπακ, που παρατηρεί όπως σε κάθε της έργο, διακριτικά και χωρίς να αφήνει προσωπική απόχρωση, τους ήρωές της.

Οι ήρωες μας πλησιάζουν, είναι άμεσοι, συμπορευόμαστε στην καθημερινότητά τους, ατενίζουμε τα ήθη κι έθιμά τους, μαθαίνουμε την ζωή τους. Η περιγραφή της συγγραφέως ποιητική, θα τολμούσα να πω. Δεν υπάρχει σημείο χωρίς μία πινελιά που «ζωγραφίζει» πραγματικά με χρώματα την ιστορία της.

Η κυρία Βου έχει πλήρη περιγραφή «αμυγδαλωτά μάτια», «πλατύ μέτωπο», «κόκκινα χείλη», «λεπτή σιλουέτα», κελαρυστή φωνή. Τα αντικείμενα, με την ξεχωριστή περιγραφή τους, περνούν σαν εικόνες μπροστά μας…

Για παράδειγμα, η χτένα που πέφτει κάτω, δεν είναι απλά μία χτένα, αλλά μαθαίνουμε πως είναι από αρωματικό κοκκινόξυλο. Σε κάθε γωνιά του χώρου όπου βρίσκονται οι ήρωες, εμείς -με την βοήθεια της συγγραφέος- «βλέπουμε» τα αντικείμενα, τις εκφράσεις στα πρόσωπα, την αποκάλυψη των κινήσεων.

 

Το μυθιστόρημα μας οδηγεί στον όμορφο κόσμο των εθίμων του λαού. Πολλές λεπτομέρειες  γίνονται μία ταπισερί του εύπορου οίκου των Βου. Ενός οίκου που μοιάζει με μία κυψέλη, αφού έχει γύρω στα εξήντα άτομα που τον κατοικούν, στο σύνολό τους.

 

Στην ηλικία των σαράντα, η κυρία Βου αποφασίζει να αποσυρθεί από τις άμεσες και σταθερές υποχρεώσεις της και να κάνει μία μικρή, δική της, επανάσταση. Ο γάμος της μοιάζει σχεδόν τέλειος. Κι όμως φθάνοντας στο απόγειο της ευτυχίας, όπως αναφέρει σε ένα σημείο, πρέπει να αναγνωρίσει πως δεν υπάρχει περιθώριο να πάει πιο ψηλά και δεν έχει να προσφέρει περισσότερες υπηρεσίες στην συζυγική ζωή. Κατά συνέπεια, αποφασίζει να μετατοπίσει το βάρος των ευθυνών, σε μία άλλη νεώτερη γυναίκα.

Τότε, απελευθερώνεται και συναντά τον πατέρα Αντρέ, ο οποίος της ανοίγει ορίζοντες που δεν μπορούσε να αντικρίσει όσο ήταν δεσμευμένη στα καθημερινά καθήκοντα της συζυγικής ζωής. Μαθαίνει να διαβάζει βιβλία, να διευρύνει το πνεύμα της, να έχει αναζητήσεις.

Τα τρία της παιδιά, αντανακλούν τα στάδια της εξέλιξης, από την παλιά παραδοσιακή νοοτροπία, μέχρι την νέα. Ο ένας γιος παντρεύεται σύμφωνα με τα ήθη κι έθιμα της οικογένειας, ο δεύτερος κάνει μία επαναστατική επιλογή και παντρεύεται ένα κορίτσι από την Σαγκάη που θα τον μυήσει στις κομμουνιστικές ιδέες και ο τρίτος μαθαίνει αγγλικά με τον πατέρα Αντρέ, προκειμένου να αδράξει μία ευκαιρία νέων γνώσεων, αλλά με τον αυστηρό έλεγχο της μητέρας του (για να μην τον χάσει από τους «ξένους»). Είναι ο πατέρας Αντρέ όμως που δίνει στην ηρωίδα την ευχέρεια να εμβαθύνει στο νόημα της ζωής.

Ένα θαυμάσιο έργο, για την αγάπη, την προσφορά, την ευθύνη απέναντι στην οικογένεια, την ευθύνη απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό. Ο ρόλος της γυναίκας, του άντρα, της οικογένειας, διακριτικά και με σεβασμό ξεδιπλώνονται, μαζί με όμορφες εικόνες μίας ζωής που μοιάζει μεν μακρινή, χρονικά και γεωγραφικά, κι όμως, αντιλαμβανόμαστε πως είναι απόλυτα προσιτή, αφού τα συναισθήματα και οι δεσμεύσεις εναλλάσσονται στην ζωή όλων μας.

 

Στο χαρακτηριστικό απόσπασμα, η Μαντάμ Βου εξηγεί στη νύφη της την απόφασή της να βρει δεύτερη σύζυγο στον άντρα της:

“Παιδί μου, θαρρώ πως, παρόλα αυτά, ο Ουρανός δείχνεται καλός στις γυναίκες. Δεν μπορεί μια γυναίκα να γεννάει συνέχεια. Έτσι, ο σπλαχνικός Ουρανός της λέει σαν φτάσει στα σαράντα: «Τώρα, φτωχιά ψυχή, και σώμα καταπονεμένο, ζήσε την υπόλοιπη ζωή για τον εαυτό σου. Τόσες και τόσες φορές διχοτομήθηκες. Ό,τι απόμεινε είναι κατάδικό σου. Ολοκλήρωσε πάλι τον εαυτό σου. Κι αγάπησε τη ζωή όχι πια δίνοντας μα παίρνοντας». Έτσι, παιδί μου κι εγώ θα περάσω τη ζωή που μου μένει, συγκεντρώνοντας τον εαυτό μου, το μυαλό μου, την ψυχή μου. Θα νοιαστώ και το κορμί μου, όχι όμως για ν’ αρέσω σ’ έναν άντρα. Μα γιατί δεν μπορώ να κάνω τίποτα δίχως αυτό. Γιατί είναι το σπίτι που φιλοξενεί την ψυχή μου”.

 

17034

Η Περλ Μπακ γεννήθηκε από γονείς ιεραποστόλους το 1892 και σε ηλικία μόλις τριών μηνών βρέθηκε στην Κίνα, λόγω του ιεραποστολικού τους έργου. Έζησε εκεί ως το 1934. Η  γνωστή και με το κινεζικό της όνομα Sai Zhenzhju, Περλ Μπακ, αγάπησε τον κινεζικό λαό και σε πολλά βιβλία της απαθανάτισε τους χαρακτήρες, τα ήθη κι έθιμα, την ζωή της εποχής. Η πέννα της ιδιαίτερα γλαφυρή και ευαίσθητη, μας ταξιδεύει πραγματικά σε άλλες εποχές, σε άλλους τόπους. Μας γνωρίζει τον αγρότη, τη γυναίκα, το παιδί, την φτώχεια, τον πόλεμο.

Το 1909 επέστρεψε στις Η.Π.Α. για να συμπληρώσει τις σπουδές της και αργότερα γύρισε στην Κίνα, όπου παντρεύτηκε τον Αμερικανό ιεραπόστολο Τζον Μπακ. Ο γάμος αυτός όμως δεν υπήρξε πετυχημένος, γι’ αυτό και το 1935 διαλύθηκε. Τον ίδιο χρόνο η Μπακ παντρεύτηκε το Ρίτσαρντ Γουόλς. Πολυάσχολος άνθρωπος, ασχολούνταν συγχρόνως με τη συγγραφή (εξέδωσε 45 βιβλία μεταφρασμένα σε πολλές γλώσσες) και τη διδασκαλία σε δύο πανεπιστήμια. Το δράμα της για το διανοητικά καθυστερημένο παιδί της έδωσε τη συγκλονιστική ιστορία «Το παιδί που δε μεγάλωσε ποτέ».

Βραβεύτηκε το 1938 και έφυγε από κοντά μας το 1973 αφήνοντας τα δικαιώματα των βιβλίων της σε ένα Ίδρυμα για παιδιά με «ειδικές ευαισθησίες».