Γράφει η Ισμήνη Χαρίλα

«Σ’ ευχαριστώ που μ’ αγαπάς», είναι ο τίτλος του βιβλίου της Δήμητρας Νούση, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Η συγγραφέας καταγράφει την προσωπική της εμπειρία από το Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων, κατά τη χρονική περίοδο 2011 – 2012. Άπειρη και η ίδια αρχικά με τη διεύθυνση ενός παρόμοιου ιδρύματος, προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στα όρια του επαγγελματισμού και της ανθρώπινης εμπλοκής απέναντι σε όσους αγωνίζονται να επιβιώσουν.

«Κοίταζα την αυλή των καταραμένων και προσπαθούσα να βρω λύσεις….», γράφει η Νούση και δίνει το στίγμα όσων αντιμετώπιζε. Μια αυλή ενός δημόσιου Οργανισμού που καλούταν να σιτίσει περισσότερα άτομα απ’ όσα μπορούσε και να επιλύσει περισσότερα προβλήματα απ’ όσα φανταζόταν.

Από τη μια πλευρά οι μόνιμοι άστεγοι, αλκοολικοί, ναρκομανείς και περιθωριακοί που κοιμούνται στο δρόμο – μορφές έντονα οικείες και ουδόλως πλέον σοκαριστικές σε όσους κινούνται στο κέντρο της Αθήνας. Σε αντιπαραβολή οι νεόπτωχοι – αυτοί που μέχρι πρότινος δεν σκεπτόντουσαν καν ότι υπάρχει πιθανότητα να ζητήσουν βοήθεια από τρίτους.

«Αν δεν είχα τόση ανάγκη, δεν θα ερχόμουν…», δηλώνει η περιποιημένη κυρία που η εμφάνιση της απέχει κατά πολύ από τους απόρους και η οποία «Δεν μπορούσε να αντέξει το γεγονός ότι συνυπήρχαν εκείνη και οι «άλλοι», ότι ήταν κι εκείνη σαν τους «άλλους». Δεν άντεχε τον αποχωρισμό της από την κοινωνική τάξη όπου ανήκε μέχρι τη μέρα που ήρθε να υποβάλλει την περιβόητη αίτηση για όσπρια και μακαρόνια…».

Ανάμεσα στους περιθωριακούς και τους νεόπτωχους, βρίσκονται οι πρόσφυγες που εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, ελπίζοντας σ’ ένα καλύτερο αύριο. Οι Έλληνες δεν διστάζουν να διαμαρτυρηθούν για τις ελλείψεις. Οι αλλοδαποί νιώθουν ευλογημένοι γιατί είναι ακόμη ζωντανοί.

Εξακολουθώντας να έχει μπροστά του έναν καθρέφτη διπλής όψης, ο αναγνώστης αντικρίζει τη συμπεριφορά των δημοσίων υπαλλήλων που «βλέπουν μόνο χαρτιά» και αυτών που υπερβαίνουν την αντοχή τους και καταθέτουν καθημερινά ένα κομμάτι της ψυχής τους στην υπηρεσία των δυστυχούντων. Εργαζόμενοι δίχως ωράριο, δίχως μισθολογική ανταμοιβή και δεχόμενοι μόνο ένα χαμόγελο ή μια ζωγραφιά των παιδιών που αποτελούν ακόμη την ελπίδα σ’ ένα Κράτος που καταρρέει υπό το βάρος όχι της οικονομικής κρίσης αλλά της κατάπτωσης των ανθρωπιστικών αξιών.

«Τελικά η ανθρωπιστική κρίση είναι η κόκκινη γραμμή μέχρι την οποία εκτείνεται το δικαίωμα των Ευρωπαίων; (….) Μήπως δεν έπρεπε να δώσω τρόφιμα στην καλοντυμένη κυρία που έκρυβε τη αλήθεια από τα παιδιά της επειδή δεν φτάσαμε στους δείκτες της ανθρωπιστικής κρίσης;»

Απέναντι στους αδιάφορους και στην αδυναμία άμεσης κινητοποίησης ενός γραφειοκρατικού κράτους τίθενται οι εθελοντές και οι χορηγοί, που προσφέρουν ανιδιοτελώς και στηρίζουν τις ενέργειες του ιδρύματος, σεβόμενοι απόλυτα την έννοια της αλληλεγγύης. «Αλληλεγγύη στην Ελλάδα» ήταν άλλωστε και το σύνθημα της παρέλασης που έγινε στη Νέα Υόρκη για την 25η Μαρτίου, όπου προσκλήθηκε και η συγγραφέας.

«Οι Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες εμπνέουν σεβασμό. Η Νέα Υόρκη εμπνέει πάθος» γράφει η Νούση και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της ξεκινά τη δημιουργία του βιβλίου της και παραδίδει στις επόμενες γενιές ένα ιστορικό τεκμήριο από μια ακόμη κρίσιμη περίοδο στην ιστορία της χώρας μας.