Γράφει ο Ερμής:
Είναι γνωστό ότι η Αμβροσία δεν θέλει να βρίσκεται κανένας στην κουζίνα της όταν μαγειρεύει. Ωστόσο ο Ζέφυρος, αγνοώντας την επιθυμία της, στέκεται πάνω από τις πιατέλες, ενώ εκείνη τις στολίζει και τσιμπολογά.
«Σαν παιδί συμπεριφέρεσαι», τον μαλώνει η Αμβροσία κι εκείνος, δήθεν θιγμένος, θυμάται πάντα την ιστορία του μικρού αγοριού.
«Σε ένα μικρό, αλλά πλούσιο, χωριό ζούσε κάποτε ένα φτωχό αγόρι. Οι γονείς του είχαν πεθάνει κι εκείνο προσπαθούσε μόνο του να επιβιώσει. Σπίτι δεν είχε και κατοικούσε σε μια σπηλιά που βρισκόταν λίγο έξω από το χωριό. Οι χωριανοί, το αντιπαθούσαν γιατί θεωρούσαν ότι η φτώχεια του ήταν στίγμα στην πλούσια εικόνα τους. Όλοι το απέφευγαν και γι’ αυτό το αγόρι δούλευε ως βοηθός μαραγκού στο διπλανό χωριό, όπου οι άνθρωποι ήταν πιο καταδεκτικοί.
Ήταν μια περίοδος που μια ομάδα επικίνδυνων ληστών τριγυρνούσε στα χωριά και τα λεηλατούσε. Ιστορίες που περιέγραφαν την αγριότητά τους έφταναν και στα δυο χωριά, αλλά οι αντιδράσεις των κατοίκων ήταν διαφορετικές. Στο χωριό των πλουσίων η έπαρση, που πήγαζε από την πεποίθηση του μεγαλείου τους, δεν τούς επέτρεπε να ανησυχήσουν. Στο διπλανό χωριό όμως οι άνθρωποι έλαβαν κάθε προφύλαξη που μπορούσαν για να προστατεύσουν τους εαυτούς τους και τις περιουσίες τους.
Ένα βράδυ, το αγόρι καθόταν στη σπηλιά του και από μια μικρή σχισμή στο βράχο κοίταζε το φεγγάρι. Ξαφνικά άκουσε μια συζήτηση δυο ανδρών.
«Θα χτυπήσουμε μεθαύριο τη νύχτα», έλεγε ο ένας. «Δεν έχουν καμιά ασφάλεια και θα είναι παιχνιδάκι για εμάς. Όλοι έχουν πολλά λεφτά και το κέρδος μας θα είναι μεγάλο».
Το αγόρι κρύφτηκε όσο καλύτερα μπορούσε για να μην το αντιληφθούν και εξακολούθησε να ακούει ώσπου έφυγαν. Από το διάλογο κατάλαβε ότι ήταν οι περιβόητοι ληστές και ότι σκόπευαν να επιτεθούν στο χωριό των πλουσίων.
«Πρέπει να τους ειδοποιήσω για να λάβουν τα μέτρα τους», σκέφτηκε και το πρωί έτρεξε στις αρχές του τόπου.
Κανείς όμως δεν του έδωσε σημασία.
«Η πείνα σε κάνει να έχεις παραισθήσεις. Ληστές εδώ;; Χα!!! Χα!!! Ποιος θα τολμούσε να πειράξει το σπουδαιότερο χωριό σε ακτίνα χιλιομέτρων;»
Μάταια το αγόρι προσπάθησε να τους πείσει. Το έδιωξαν σαν κάποιον ενοχλητικό που ανακατευόταν στις υποθέσεις τους.
Το βράδυ που είχε οριστεί η επίθεση, το αγόρι έτρεμε από το φόβο του.
«Λες να μάθουν ότι τους πρόδωσα και να έρθουν εδώ;» αναλογιζόταν κι έκλεισε καλά την είσοδο της σπηλιάς με μια μεγάλη πέτρα που χρησιμοποιούσε ως πόρτα.
Κάθισε κοντά στη σχισμή και περίμενε με αγωνία. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος και το φεγγάρι παρέα με τα άστρα φώτιζαν τη σκοτεινιά της νύχτας. Το αγόρι άκουσε ποδοβολητά αλόγων και ήταν πια σίγουρο ότι ήρθε η ώρα της καταστροφής. Τα ουρλιαχτά και οι λάμψεις φωτιάς λειτούργησαν ως επιβεβαίωση. Τρεις ολόκληρες ώρες διήρκεσε ο χαλασμός και μόλις χάραξε, το αγόρι είδε την ομάδα των ληστών να φεύγουν, αφήνοντας πίσω τους το θάνατο που σκόρπισαν απλόχερα.
Ο φόβος το εμπόδιζε να ξεμυτίσει από τη σπηλιά του και δεν αποτόλμησε να βγει παρά μόνο όταν είδε ομάδες ένοπλων ανδρών από τα γειτονικά χωριά να κατευθύνονται προς τα εκεί. Προφανώς δεν ήταν ο μόνος που άκουγε όλη τη νύχτα τις εκκλήσεις για βοήθεια.
Η εικόνα που αντίκρισαν ήταν τραγική. Δεν υπήρχε ούτε ένας ζωντανός. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, όλοι νεκροί. Όπου κι αν έστρεφε κάποιος το βλέμμα του, αντίκριζε θάνατο και φωτιά. Οι ληστές ικανοποίησαν κάθε άνομο πόθο τους. Βίασαν, σκότωσαν, λεηλάτησαν, πυρπόλησαν. Δεν σεβάστηκαν ούτε καν τα νήπια. Το χωριό είχε καταστραφεί ολοσχερώς.
«Πρέπει να τους κυνηγήσουμε και να τους σταματήσουμε προτού κάνουν κακό και σε άλλους», είπε ο επικεφαλής των ανδρών.
Τάχιστα χωρίστηκαν σε ομάδες. Κάποιοι έμειναν να θάψουν τους νεκρούς. Μαζί με αυτούς και το αγόρι.
«Αν με είχαν ακούσει και λάμβαναν τα μέτρα τους, τίποτα δεν θα είχε συμβεί», σκεφτόταν καθώς έσκαβε τους τάφους.
Αλλά ποιος θα άκουγε κάποιον που δεν ήταν παρά μόνο ένας παρίας;
Συνταγή της Αμβροσίας: Ανακατέματα
Υλικά:
1 κιλό κιμά ανάμικτο (χοιρινό, μοσχάρι, αρνί)
1 μεγάλο κρεμμύδι (ψιλοκομμένο σε μικρούς κύβους)
1 κιλό κάστανα (ψημένα και καθαρισμένα)
1 χούφτα κουκουνάρι
Αλάτι – πιπέρι – γκάραμ μάσαλα
2 ξύλα κανέλας
½ ποτήρι του νερού λάδι
Για το πιλάφι:
8 φλιτζανάκια του καφέ ρύζι (βρασμένο και σπυρωτό)
Εκτέλεση:
Σε μια κατσαρόλα βάζουμε το κρεμμύδι, τον κιμά, την κανέλα κι ένα μεγάλο ποτήρι νερό για να βράσουν. Μόλις σωθεί το νερό, ρίχνουμε το λάδι, το πιπέρι, το αλάτι, το γκάραμ μάσαλα και ψήνουμε τον κιμά. Προσέχουμε να μην ξεραθεί και να μην κολλήσει. Αποσύρουμε από τη φωτιά, ρίχνουμε το κουκουνάρι και τα κάστανα. Ανακατεύουμε ελαφρά για να μην λιώσουν και αφαιρούμε την κανέλα.
Σε μια πιατέλα βάζουμε το ρύζι και από πάνω ρίχνουμε τον κιμά. Συνοδεύουμε με πράσινη σαλάτα, με ρόδι.
Πίνακας “Nothing Doing”, Jules Bastien-Lepage