Γράφει η Ισμήνη Χαρίλα

«Ήταν ο Ευρωπαίος νέος άντρας: εθνικιστής κι εγωιστής, χωρίς πίστη, αναξιόπιστος, αιμοδιψής και με περιορισμένη αντίληψη. Ήταν η νεαρή Ευρώπη». Με αυτές τις λέξεις περιγράφει ο Γιόσεφ Ροτ τον βασικό ήρωα του βιβλίου του «Ο ιστός της αράχνης», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κριτική και σε μετάφραση της Τούλας Σιέτη.

Το έργο είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Ροτ και δημοσιεύτηκε σε συνέχειες από τον Οκτώβριο έως το Νοέμβριο 1923 στην Αυστριακή σοσιαλιστική εφημερίδα Arbeiter – Zeitung. Όπως και στα «Βερολινέζικα Χρονικά», έδρα της ιστορίας είναι το Βερολίνο, όπου ο πρωταγωνιστής, ο Τέοντορ Λόζε ζει με τη μητέρα και τις αδελφές του.

Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία, μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, η Γερμανία βρέθηκε σε δυσχερή θέση, καθώς με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών ανέλαβε την ευθύνη των πολεμικών αποζημιώσεων προς τη Γαλλία και τη Βρετανία. Το οικονομικό βάρος ήταν τεράστιο για τις δυνατότητες της χώρας με αποτέλεσμα την αύξηση του πληθωρισμού και τη μεγέθυνση αντιθέσεων ανάμεσα στους προνομιούχους και αδύναμους πολίτες του Γερμανικού κράτους. Η πίεση που ασκήθηκε από τους ξένους για την πληρωμή των οφειλών, σε συνδυασμό με το κακό βιοτικό επίπεδο για μεγάλο μέρος του πληθυσμού, οδήγησαν σε συσπείρωση του λαού εναντίον των ξένων και ανάπτυξη του εθνικιστικού κινήματος.

Ο Τέοντορ επομένως ενσαρκώνει ακριβώς την επιθυμία μερίδας των ηττημένων συμπατριωτών του να βγουν από την «άδοξη κρυψώνα τους, νικητές, όχι πια φυλακισμένοι στην εποχή». Δίχως ιδανικά, ανάξιος να αντιληφθεί πού θα οδηγήσει τη χώρα και το λαό το ολοένα διογκωμένο μίσος, που έσπερναν οι εθνικιστές, ο ήρωας επικεντρώνεται στην προσωπική του άνοδο και την απόκτηση περιουσίας. Δίχως αναστολές, εκτελεί οποιαδήποτε εντολή τού δοθεί από τους ανώτερούς του στη μυστική οργάνωση που ανήκει, προκειμένου να κατακτήσει, όσον το δυνατόν πιο γρήγορα, το στόχο του. Συντάσσεται με όσους μπορούν να τού χαρίσουν εξουσία και χρήματα. Ξεχνά το φόβο, που κάποτε τον δίδαξε να είναι ευσυνείδητος και δίχως δεύτερη σκέψη καταδίδει ανθρώπους και βάφει τα χέρια του με αίμα αθώων. Είναι οπαδός του εθνικισμού και μάλιστα της χειρότερης μορφής του, που απαιτεί τυφλό μίσος ενάντια στους ξένους και δη τους Εβραίους, τους «εσωτερικούς εχθρούς», όπως αναφέρονται στο βιβλίο.

Ο Ροτ, με τη γνωστή παρατηρητικότητα που τον διακρίνει, σκιαγραφεί τον ήρωά του, αποδίδοντάς του τα τυπικά χαρακτηριστικά των ατόμων που υποστήριξαν την ανάπτυξη του εθνικισμού και τη γέννηση του φασισμού, που κατέληξαν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Τέοντορ Λόζε δεν είναι παρά ένας άνθρωπος, που απαρνείται οικειοθελώς την ελευθερία αποφάσεών του και γίνεται κατάσκοπος, προδότης, δολοφόνος.

Σε δυο σελίδες αντιθέσεων, ο συγγραφέας δίνει στον αναγνώστη το στίγμα της εποχής και την κατάπτωση της κοινωνίας: «Στα κοινοβούλια επιπόλαια άτομα έβγαζαν λόγους. Υπουργοί ήταν έρμαιο στα χέρια υπαλλήλων τους και ήταν κρατούμενοί τους (….) Γυρολόγοι εθνικιστές ρήτορες εμπορεύονταν ηχηρές φράσεις. Πανούργοι Εβραίοι πλήρωναν. Φτωχοί Εβραίοι έπεφταν θύματα ξυλοδαρμού. (….) Φοιτητές πυροβολούσαν. Αστυνομικοί πυροβολούσαν. Τα μικρά αγόρια πυροβολούσαν. Ήταν ένα έθνος που πυροβολούσε».

Το ρατσιστικό μίσος κατακλύζει σταδιακά όλους. Η εμμονή με την ανωτερότητα των Γερμανών δεν είναι ουσιαστικά παρά ο φθόνος έναντι της δύναμης των ξένων και το αποτέλεσμα της αδυναμίας διαχείρισης της ήττας τους κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο Τέοντορ Λόζε δεν είναι τελικά παρά ο μέσος άνθρωπος που επιτρέπει στους άλλους να τον χειραγωγήσουν, νομίζοντας ότι θα του προσφέρουν την ευτυχία, ενώ στην πραγματικότητα δεν του ανοίγουν παρά τις πύλες του ψυχικού και σωματικού θανάτου.