Από την Αμαρυσία Σιγάλα.
“Συγγνώμη, έκανα λάθος.” λέω στον καθρέφτη μου. Κι αυτός την ίδια στιγμή, απέκτησε φωνή, και σαν πνιγμένη για χρόνια συνείδηση, μου φώναξε κατάμουτρα:
“Τι λες ηλίθια! Πάρ’το πίσω τώρα!
Πώς μπορείς να λές λάθος κάθε βλέμμα που ανταλλάξατε και είχε τίτλο “προσοχή εύφλεκτον” στα μάτια αυτών που σας κοιτούσαν;
Πώς αντέχεις να λές λάθος
την αίσθηση του αγγίγματός του πάνω σου;
Πώς αντέχεις να λές λάθος τις ανάσες που έπαιρνες από το άρωμα του δέρματός του και μεθούσες χωρίς να πιείς σταγόνα;
Μίλα! Λέγε!
Πώς αντέχεις να λές λάθος κάθε στιγμή που σε έκανε κομμάτια αλλά μετά φρόντιζε κάθε πληγή που σου άνοιξε;
Πώς αντέχεις να λές λάθος κάθε χαστούκι που ήθελες να του ρίξεις όποτε σου γελούσε κατα πρόσωπο με τα νεύρα σου;
Πώς αντέχεις να λές λάθος τα πρωϊνά σας ξυπνήματα τα Σάββατα με σένα να γελάς πνιχτά κάτω από τα σκεπάσματα με αυτόν αγουροξυπνημένο να γκρινιάζει μουρμουρώντας δίπλα σου;
Πώς αντέχεις να λές λάθος όλες τις παρτίδες τάβλι που αυτός, χαμένος 7-0, ήθελε να σου κλείσει το χέρι στο τάβλι και δε μιλιόταν ενώ εσύ του χασκογελούσες κατάμουτρα;
Πώς αντέχεις και ξεστομίζεις τέτοια λόγια χωρίς να σπάς ταυτόχρονα σε κομμάτια την καρδιά σου;
Άσε μας κουκλίτσα μου που θα το πείς και λάθος.
Πάθος ήταν. Τι θαρρείς, ένα γράμμα και ξέφυγες;”
Σκέπασα τον καθρέφτη μου. Δεν άντεχα τον ίδιο μου τον εαυτό να με βρίζει…
Σκέπασα τον καθρέφτη μου. Πως να αντέξω την ίδια μου τη φωνή να ουρλιάζει στο κεφάλι μου τις αλήθειες που φοβάμαι να πιστέψω οτι έζησα.
Η φωνή από τον καθρέφτη σταμάτησε.
Η φωνή της καρδιάς μου όμως, δε σταματάει…
Πάθος ήταν. Ναι. Πάθος άσβεστο που στιγμή την στιγμή, σε τσαλακώνει σαν μουτζουρωμένο χαρτί και σε πετάει στο καλάθι των αχρήστων. Και μετά σε βάζει σε προθήκη, σαν κομμάτι πολύτιμου παπύρου. Εσένα κι όλα τα τσαλακώματά σου.