Γράφει η Ισμήνη Χαρίλα
«Το μικρό αυτό βιβλίο γράφτηκε πριν από την Τζαίην Έυρ και τη Σίρλεη μα δε ζητούμε γι’ αυτό την επιείκεια με το πρόσχημα ότι πρόκειται για μια πρώτη δοκιμή», έγραφε η Σαρλότ Μπροντέ για τον «Καθηγητή», όπως αναφέρεται στον πρόλογο του βιβλίου, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος και σε εισαγωγή και μετάφραση του Άρη Δικταίου.
Το πρώτο αυτό εγχείρημα της συγγραφέως δεν έγινε δεκτό προς έκδοση όσο ζούσε και τελικά το παρέδωσε προς δημοσίευση ο σύζυγός της Άρθουρ Μελλ Νίκολς, μετά το θάνατό της.
Οι μελετητές του έργου της Μπροντέ υποστηρίζουν ότι η πηγή έμπνευσής της ήταν ο έρωτάς της για τον εργοδότη της, τον Κωνσταντέν Εζέ, όταν η ίδια δίδασκε το 1843 σ’ ένα οικοτροφείο στις Βρυξέλλες.
Το έργο, εντός των ορίων ψυχολογικών μυθιστορημάτων της ίδιας εποχής, παρουσιάζει τα βασικά σημεία της ατομικής εξέλιξης, ενώ παράλληλα σκιαγραφεί το κοινωνικό – ιστορικό πλαίσιο.
Βασικός ήρωας ο Γουίλιαμ Κρίμγουωρθ, ένας νεαρός Άγγλος άνδρας που οι συνθήκες τον αναγκάζουν να αναζητήσει την τύχη του μακριά από την πατρίδα του και καταλήγει να ασκεί το επάγγελμα του καθηγητή στο Βέλγιο.
Σε πρώτη ανάγνωση ο ήρωας θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμη και αντιπαθής. Πουριτανός, σωβινιστής, εγωιστής, υποτιμητικός προς το γυναικείο φύλο, ακόμη και με τα παιδιά, γεγονός ασύμβατο με το παιδαγωγικό του λειτούργημα. Πλήθος θεμάτων προς ανάλυση και σκέψη προκύπτει από τη μορφή του.
Εν πρώτοις, η περηφάνια και η προάσπιση των αρχών του, παραπέμπουν στη συμπεριφορά πολλών εκπροσώπων της ανερχόμενης αστικής τάξης, που προσπαθούσαν να επιτύχουν βασιζόμενοι στις δικές τους ικανότητες και αντιμαχόμενοι την παλαιά τάξη των ευγενών.
Η υποχονδρία του θα μπορούσε κάλλιστα να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι μεγάλωσε ορφανός και εσωτερικός σε οικοτροφείο, μακριά από την οικογενειακή στοργή. Η Μπροντέ, αντλώντας έμπνευση από την προσωπική της εμπειρία, τοποθετεί τον Γουίλιαμ σ’ ένα οικοτροφείο τόσο ως μαθητή, αλλά και αργότερα ως καθηγητή, επιτυγχάνοντας διπλό σκοπό. Να τονίσει τη μοναξιά και την εσωστρέφειά του και ταυτόχρονα να καταγράψει μέρος του εκπαιδευτικού συστήματος, αφού η φοίτηση σε αυτά τα σχολεία ήταν ιδιαίτερα προσφιλής, παρόλο που τα παιδιά απομακρύνονταν από το σπίτι τους και ανατρέφονταν σ’ ένα ψυχρό και στερημένο περιβάλλον. Επιστρέφοντας στο πατρικό τους, έπειτα από χρόνια, βρίσκονταν πλέον ανάμεσα σε αγνώστους, όπως ακριβώς συνέβη με τον Γουίλιαμ και τον αδελφό του.
Χαρακτηριστική είναι η διαφοροποίηση του κλίματος που επικρατούσε σ’ ένα οικοτροφείο αρρένων μ’ ένα αντίστοιχο θηλέων. Στο πρώτο, ο καθηγητής νιώθει άνετα, αλλά είναι αυστηρότερος και υποτιμά τους μαθητές του.
«Γι’ αυτόν το λόγο κι υπήρχε στη φύση τους ένα κράμα ανικανότητας και απείθειας. Ήταν στενόμυαλοι, μα ήταν και παράξενα πεισματάρηδες, βαριοί σαν μολύβι κι ολότελα δυσκολομεταχείριστοι».
Στο δεύτερο, το πνεύμα των κοριτσιών είναι πιο ελεύθερο και τού δίνει την άνεση που χρειάζεται, δίχως φυσικά να κάμψει την πειθαρχία του.
«Είναι εκπληκτικό, πόση άνεση και πόσο θάρρος μου είχανε δώσει οι μικρές, αυθάδεις φράσεις τους. (….) Τα ελαφρά γέλια, τα επιπόλαια ψιθυρίσματα είχαν κιόλας λυτρώσει, κατά ένα μεγάλο μέρος, το πνεύμα μου ..».
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο χώρος ήταν οικείος στη συγγραφέα και χρησιμοποιείται και στο επόμενο βιβλίο της, την Τζέην Έυρ.
Ο Γουίλιαμ μεταμορφώνεται σταδιακά, όταν συναντά, για πρώτη φορά στη ζωή του, τον αληθινό έρωτα στα μάτια της μελλοντικής του συζύγου, της Φράνσις. Η γλυκύτητα του συναισθήματος, η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο και η προοπτική οικογενειακής ευτυχίας, τον προσπορίζουν με αποθέματα αγάπης. Η τυχαία συνάντησή τους στο νεκροταφείο δεν είναι καθόλου συμπτωματική. Η μέχρι τότε νεκρή καρδιά του αναγεννιέται χάρη στην παρουσία της αγαπημένης. Ο θάνατος νικιέται από τη ζωή και η ιστορία τους ξεκινά από έναν κόμβο τέλους. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι και η ιστορία στις «Μεγάλες Προσδοκίες» του Ντίκενς, ξεκινά από ένα κοιμητήριο, ασχέτως εάν η θεματική διαφοροποιείται.
Μελετώντας προσεχτικά το ανδρόγυνο, διαπιστώνουμε ότι έχουν πολλά κοινά στοιχεία. Είναι ορφανοί, μεγαλώνουν με πολλές δυσκολίες και υποχρεώνονται να αναλάβουν πολύ νωρίς σημαντικές ευθύνες. Τακτικοί, καθαροί, οικονόμοι, θρησκευόμενοι, κατατρεγμένοι από άτομα που θεωρούνται καλοί και αγαθοί. Φιλαλήθεις, έντιμοι, με καταγωγή από την Αγγλία και ανεξάρτητοι.
Η Φράνσις, και η διευθύντρια του οικοτροφείου θηλέων, κυρία Ρώυτερ, αντιπροσωπεύουν τη θετική και την αρνητική πλευρά των γυναικών. Η αγάπη της πρώτης είναι αληθινή και ειλικρινής, ενώ της δεύτερης εγωιστική και ωφελιμιστική. Η Φράνσις είναι κοινωνικά κατώτερη, αλλά ανώτερη σε αισθήματα και συμπεριφορά. Οπαδός του μέτρου και της μέσης οδού συμβολίζει το πρότυπο της γυναίκας που σέβεται το σύντροφο και πατέρα των παιδιών της και συγχρόνως αφομοιώνει και προσαρμόζει στη ζωή της τις διακηρύξεις του εξελισσόμενου φεμινιστικού κινήματος. Αρχικά δαντελού – τέχνη αρεστή και προτιμητέα για τις μικρές φτωχές αγγλίδες κατά τον 19ο αιώνα – και μετέπειτα καθηγήτρια, διαχωρίζει και συνδυάζει τα πρέπει και τα θέλω της.
Τόσο η Φράνσις, όσο και η Ρώυτερ βέβαια είναι χειραφετημένες και πατούν γερά στα πόδια τους, δίχως να απαιτούν βοήθεια από τρίτους. Ο ίδιος ο Γουίλιαμ εντοπίζει στη Ρώυτερ, το ψεύτικο λούστρο πολλών γυναικείων μορφών ανά τους αιώνες.
«Το αποτέλεσμα ήταν πως οι κίβδηλοι κι οι εγωιστές την έλεγαν σοφή, οι χυδαίοι και οι άσωτοι τη θεωρούσαν φιλάνθρωπη, οι αυθάδεις και οι άδικοι την έβρισκαν ευγενική και οι καλοί, οι άνθρωποι με συνείδηση, στην αρχή, δέχονταν σαν έγκυρους τους τίτλους της, τη θεωρούσανε σαν δική τους. Μα, σε λίγο, το ψεύτικο λούστρο ξέφτιζε, το πραγματικό υλικό φαινόταν κάτω από το ξέφτισμα και την απόφευγαν σαν το ψέμα».
Η καθημερινότητα του ήρωα διευκολύνει την αναπαράσταση του ιστορικού πλαισίου της εποχής. Η βιομηχανική επανάσταση, η ανάπτυξη του εμπορίου, τα ταξίδια, αλλά και ο δρόμος της μετανάστευσης, που ακολουθούσαν πολλοί άνθρωποι, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης στις πόλεις και η ανάπτυξη των αστικών κέντρων.
«Ο ατμός, οι μηχανές, το εμπόριο, είχαν κυνηγήσει από κει, τώρα και πολύ καιρό, κάθε ρομαντισμό και κάθε μοναξιά».
Ο αναγνώστης «βλέπει» κινηματογραφική απεικόνιση των επίπλων και των καθημερινών συνηθειών της εποχής, ενώ τα χαρακτηριστικά των ηρώων περιγράφονται από τη συγγραφέα με την ανατομική λεπτομερειακή παρατηρητικότητα ενός ζωγράφου. Η δε πρωτοπρόσωπη γραφή διευκολύνει την εξομολογητική ιστόρηση του Γουίλιαμ.
Το θέμα της θρησκείας αναφέρεται συχνά και είναι έκδηλος ο φανατισμός της Σαρλότ. Ο ήρωας αρνείται αρχικά να αναλάβει το πρεσβυτέριο – θέση ζηλευτή κι επιθυμητή για την εποχή, αφού προσέφερε σταθερό εισόδημα – και στη συνέχεια κριτικάρει εντόνως την καθολική θρησκεία.
«(…) η ψυχή είχε καταστραφεί από τις μαγγανείες της παπικής Ρώμης».
Η πλοκή ρέει αβασάνιστα, δίχως εκπλήξεις και το έργο διαποτίζεται από λυρισμό και ρομαντισμό, που διαφαίνεται στα έντονα συναισθήματα, την υποκειμενικότητα των ηρώων, αλλά και την υπερβολή.
Ο πλούτος και η φτώχεια είναι φαινόμενα άρρηκτα συνδεδεμένα με τους ανθρώπους και διαμορφώνουν το ήθος τους. Επί παραδείγματι, ο Γουίλιαμ αποκτά χρήματα, αλλά παραμένει αξιοπρεπής, σε αντιδιαστολή με τον σκληροτράχηλο και τυραννικό αδελφό του.
Αν και ο «Καθηγητής» της Μπροντέ δεν είναι τόσο διαδεδομένος, όσο η «Τζέην Έυρ», εντούτοις περιέχει μια σημαντική θεματολογία προς ανάλυση, έστω κι αν μέρος αυτής επαναλαμβάνεται στα επόμενα έργα της.