Από την Αναστασία Δημητροπούλου

Ήταν ένα σαββατιάτικο πρωινό απο αυτά που αν δεν θες να χάσεις τα μάτια και το μυαλό σου, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να βαίνεις επί του ήλιου τα καυτά ίχνη περπατώντας σταθερά στην ασφάλεια της σκιάς.

Είχα μόλις βγει απο το ξενοδοχείο μου στην πολυσύχναστη 28ης Οκτωβρίου με κατεύθυνση προς την κεντρική πλατεία της πόλης με τα χίλια χρώματα, κι αφότου πέρασα τη χαρακτηριστική διασταύρωση, εκεί όπου τα διερχόμενα αυτοκίνητα ορμούν στην άσφαλτο σαν ατάιστα λυσσασμένα θηρία, και χάιδεψα απαλά μα φευγαλέα τη ράχη ενός μεγαλόσωμου αδέσποτου σκύλου που έσπευσε στο πλάι μου για να διαπιστώσει αν όλες οι ανθρώπινες ψυχές μυρίζουν το ίδιο, έφτασα στην οδό Μαυρομιχάλη με το τετράποδο να αναζητά ένα ακόμη χάδι μου και να με ακολουθεί ως το σπίτι της Σκιάς.

Ερχόμενη στο μικρό Παρίσι του 18ου – 19ου αιώνα για δυο τρεις μέρες, είχα προγραμματίσει αναλυτικώς τις εξορμήσεις μου απο πριν.

Τις προηγούμενες φορές που είχα βρεθεί στον τόπο που πήρε το όνομά του απο την ομώνυμη Αμαζόνα της μυθολογίας, και φιλοξενεί λογιών κουλτούρες, και έναν Θεό διττής σημασίας, είχα παραλείψει να περιηγηθώ στους κόλπους της. Το γιατί λίγη σημασία έχει. Φτάνει που αυτή τη φορά ήμουν αποφασισμένη να το κάνω, να αναμειχθώ με ζέση στα χαρμάνια των λαών, να ψηλαφίσω ομοιότητες και διαφορές, να αφιερώσω μερικές αράδες στις άτυπες συνθήκες που διασφαλίζουν την ειρήνη ανάμεσα στους Έλληνες και τους γείτονές τους εξ Ανατολής και προς μεγάλη μου ευτυχία, η Λογοτεχνία κατείχε πάλι ιδιαίτερη θέση ανάμεσα σε όσα θεσπίστηκαν ώστε το γέλιο του ήλιου να καθρεφτίζεται καθημερινά γαλήνιο στα νερά του Κόσυνθου κι ο χρόνος, res nulius, να κυλά σαν πανανθρώπινο τρυφερό χάδι πάνω στους δείκτες του μεγάλου ρολογιού της Βασιλέως Γεωργίου για τους Ξανθιώτες.

%cf%87%ce%b1%cf%84%ce%b6%ce%b7%ce%b4%ce%ac%ce%ba%ce%b7%cf%82Νωρίς το πρωί της τρίτης Παρασκευής του Σεπτέμβρη, εφοδιασμένη με τις λιχουδιές του Παπαπαρασκευά και μια διακριτή αδυναμία στις επιπλέον καριόκες που με κέρασαν, επισκεύθηκα το λεγόμενο φρουραρχείο στην Παλιά Πόλη, το σπίτι του Μάνου Χατζιδάκι.

Φτάνοντας, και μπαίνοντας μαζί με αρκετούς τουρίστες σε ένα νεοκλασσικό με φλογερή ψυχή, σα να τον έπιασα να κρυφοκοιτάζει τους παράξενους εισβολείς απο τις γωνίες, να πλανάται σαν σκιά στους χώρους ενός αρχοντικού βγαλμένου, λες απο την Οδό Ονείρων, έπειτα να χύνεται σαν άυλο μινόρε πάνω στο πιάνο, όπου συνέθεσε το Νησί των Συναισθημάτων, την Μελαγχολία της Ευτυχίας, τον Κεμάλ, το Αστέρι του Βοριά και άλλα αγγελικά πλάσματα ενός μουσικού παραδείσου, τον οποίον εγκαινίασε ο ίδιος.

Η περίηγησή μου στον προσωπικό του χώρο, ήταν μια εμπειρία για την οποία θα μιλώ συχνά. Η ματιά μέθυσε φινέτσα, η καρδιά γέμισε υψηλές μελωδίες κι ο νους δε χρειάστηκε ξεναγούς κι άλλους ενοχλητικούς τύπους να παρέμβουν, για να αφομοιώσει τη διαχρονική αξία της Τέχνης. Έφυγα απο ‘κει με ώτα μαγεμένα και βήματα που κρατούσαν το ρυθμό της Βροχής πάνω στα λιθόστρωτα δρομάκια.

Και ξαναγυρίζω στο Σάββατο της 17ης του Σεπτέμβρη, εκεί που άφησα τον αδέσποτο συνοδοιπόρο μου για να μπω στο Σπίτι της Σκιάς.

Δεν ήξερα τι ακριβώς θα συναντούσα, ένιωθα την ανυπομονησία να τρίζει στις φλέβες μου, γι’ αυτό και είχα αποφύγει τη λήψη οποιασδήποτε πληροφορίας επ’ αυτού. Παραδέχομαι πως πήγαινα στα τυφλά, και αυτό με γοήτευε, όπως γοητεύει τους ανθρώπους η αναζήτηση του έρωτα.

Είχα πείσει τον εαυτό μου πως ό,τι κι αν ήταν, θα σχετιζόταν με το σκοτάδι και τους φόβους των πεπερασμένων όντων σαν κουρνιάζουν στους μανδύες του, μα εκστασιάστηκα διαπιστώνοντας πόσο πολύ η Τέχνη του Τριαντάφυλλου Βαΐτση μοιάζει με τη Λογοτεχνία. Απο καλλωπισμένα γλυπτά σκουπιδιών και έναν απαλό φωτισμό να τα λούζει, αντιλήφθηκα αυτό που καταλαβαίνω κι οσφρίζομαι στις λέξεις, ότι δηλαδή οι εποχές αποκαλούνται σκοτεινές, όχι επειδή το φως δε μπορεί να λάμψει, αλλά επειδή οι άνθρωποι αρνούνται να το δουν.

Περπατώντας ανάμεσα στην Αβάσταχτη αγριότητα του Όντος με συνεχή ερωτηματικά να βασανίζουν το νου μου με πρώτο και καλύτερο το αν ο άνθρωπος είναι πιο άγριος απο τους λύκους, στην αιώνια αγάπη των τραγικότερων σαιξπηρικών χαρακτήρων, για τους οποίους όλα παρέλκουν και κυριαρχεί η ανάγκη της ζεύξης των καρδιών σε χαλεπούς καιρούς, τα πρόσωπα της Μέριλιν, του Άινσταιν, του Τσε Γκεβάρα και του Καβάφη να σκαλίζουν την ψυχή μου, συνειδητοποίησα πως η τέχνη δεν αναπαράγει αυτό που βλέπουμε, να το δούμε, μας υποχρεώνει, έστω και μέσα απο τις σκιές. Εξάλλου, οι σκιές που αντικρίζουμε, δεν είναι παρά η αντανάκλαση της εικόνας μας. Όπως η ανάγνωση είναι τρόπον τινά είδωλο της ψυχής μας, μια κυρτή σκιά συνείδησης που προβάλλεται στο χώρο της φαντασίας επιτρέποντας σε όσους ονειρεύονται στο φως της μέρας, να συλλάβουν όλα εκείνα που διαφεύγουν απο όσους ονειρεύονται τη νύχτα.

Διασχίζοντας το παζάρι της πόλης, όπου η μάνα χάνει το παιδί και το παιδί τη μάνα, μα ένας πιστός φίλος δε χάνει ποτέ τα χνάρια του συντρόφου του, όπως αυτός ο χνουδωτός καστανός σκύλος με τα λυπημένα μάτια στα οποία πνίγεται η σιωπηρή μοναξιά του δρόμου, η απουσία ενός ονόματος για να αισθάνεται πως κάπου ανήκει, κι ένας βαρύς ξανθιώτικος χειμώνας που έρχεται για να ζεστάνει τα κρύα χέρια του στη γούνα του, η σκέψη μου πετά διαρκώς σε όσα μάς κάνουν καλύτερους ανθρώπους.

Κι η Τέχνη είναι ανάμεσά τους κι αυτή η μάνα που περνά απο δίπλα μου μαλώνοντας το παιδί της κι αρπάζοντας με οργή ένα ξεφτισμένο παραμύθι απο τα χέρια του για τιμωρία, μοιάζει να μην το γνωρίζει.

Αν το γνώριζε, δεν θα στερούσε την ευκαιρία του γιου της να ζήσει μιαν άλλη ζωή, σε μιαν άλλη εποχή, εκεί όπου Θεός και δημιουργός συνεργάζονται μυστικά κι η συγγραφή δίνει σχήμα στις αρχέγονες αφηγηματικές μας τάσεις, ενώ η ανάγνωση νόημα στην ύπαρξη ή αλλιώς μια μάσκα απαραίτητη, ώστε να μιλήσουμε στους άλλους για τον εαυτό μας και να μοιραστούμε τις βαθύτερες αλήθειες μας μαζί τους.