Γράφει η Ισμήνη Χαρίλα
Η ανάγνωση ενός βιβλίου των μεγάλων κλασικών οδηγεί αναπόφευκτα στη σύγκριση της εποχής στην οποία αναφέρεται το αφήγημα με το παρόν. Πολυάριθμα ερωτήματα γεννιούνται σχετικά με τη συμβατότητα, ή μη, του τρόπου ζωής και συμπεριφοράς των ηρώων του βιβλίου με την τρέχουσα περίοδο.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με τους «Χαρακτήρες» του Λα Μπρυγέρ (Jean de la Bruyère), που εκδόθηκαν αρχικά το 1688 και στη συνέχεια επανεκδόθηκαν άλλες επτά φορές, έως το 1694, με σταδιακές προσθήκες στο κείμενο.
Το έργο, παρόλο που ξεκίνησε ως μετάφραση των Χαρακτήρων του Θεοφράστου, καταλήγει ως ένα σύνολο αποφθεγμάτων του Λα Μπρυγέρ. Ο συγγραφέας παρατηρεί και καταγράφει τις σκέψεις του σχετικά με την κοινωνία της εποχής του. Με ένα δικό του προσωπικό στυλ και πιστός στον κλασικισμό, παραδίδει στο κοινό το ψυχογραφικό πορτραίτο μιας δύσκολης οικονομικοπολιτικής περιόδου, εξαιτίας του πολέμου της Ένωσης του Άουγκσμπουργκ και των διαφορών με την Παπική Εκκλησία.
Αυλικός και ο ίδιος ο δημιουργός δεν διστάζει να καταγράψει τις ανισότητες της γαλλικής κοινωνίας, προκαλώντας ακόμη και τις αντιδράσεις ορισμένων ατόμων από τον κύκλο του. Σε αρκετά σημεία θυμίζει τον Μολιέρο, παρόλο που, όπως εκτιμούν οι μελετητές του, δεν μπορεί να συναγωνιστεί το πνεύμα του μεγάλου θεατρικού συγγραφέα.
«Όλα έχουν ειπωθεί», αναφέρει στην πρώτη φράση του βιβλίου του ο Λα Μπρυγέρ και συμπεραίνει ότι έπειτα από επτά χιλιάδες χρόνια υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που σκέπτονται.
«Οι χαρακτήρες», όπως αναφέραμε, είναι ένα σύνολο αποφθεγμάτων και ο συγγραφέας τα έχει ταξινομήσει σε κατηγορίες. Διατυπώνει τις απόψεις του για τη λογοτεχνία, την ηθική, τις γυναίκες, τα συναισθήματα, την κοινωνία, τα περιουσιακά αγαθά, το άστυ, τους Ευγενείς, την Αυλή.
Ένα ανάγνωσμα θα πρέπει, κατά τη γνώμη του, να «εκφράζει ευγενείς, ζωντανές, σταθερές σκέψεις» και αρκεί να πληροί αυτούς τους κανόνες για να θεωρηθεί καλό.
Η αναξιοκρατία και η άνοδος ατόμων που προχωρούν λόγω της καταγωγής τους ή των επαφών τους, παρότι είναι ανίκανα να ανταποκριθούν στα καθήκοντα που αναλαμβάνουν, επισημαίνεται και κατακρίνεται με μια λεπτή ειρωνεία. Τραγική διαπίστωση αποτελεί ενδεχομένως το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα το φαινόμενο αυτό παραμένει ζωντανό και το αξίωμα του «ευκόλως αντικαταστάσιμου» χρησιμοποιείται κατά κόρον.
Ο εγωισμός, η επικέντρωση του ατόμου στα δικά του προβλήματα και η αδιαφορία του για τον πλησίον του δεν περνούν απαρατήρητα από τον Λα Μπρυγέρ.
Στο θέμα συμπεριφοράς των γυναικών θα μπορούσε να θεωρηθεί υποτιμητικός ως προς αυτές. Απαξιώνει τη συνήθεια του μακιγιάζ, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι παρά μία μάσκα που τούς επιτρέπει να κρύβουν τον εσωτερικό τους κόσμο, ένα είδος δηλαδή ψεύδους, που απωθεί τους άνδρες αντί να τους ελκύει. Δεν εναντιώνεται στην εκπαίδευση των γυναικών, είναι όμως πεπεισμένος ότι η δική τους αδυναμία για μελέτη τις απομακρύνει. Ουσιαστικά καμιά γυναίκα δεν είναι ίδια, ενώ είναι κατά κανόνα «ακραίες. Καλύτερες ή χειρότερες από τους άνδρες».
Συνεχίζοντας τις παρατηρήσεις του, ο Λα Μπρυγέρ ασχολείται με τα συναισθήματα και διαχωρίζει τον έρωτα από τη φιλία, καθώς ο πρώτος γεννιέται στιγμιαία, ενώ η δεύτερη χτίζεται σταδιακά. Η λογική είναι εκείνη που πρέπει να κυβερνά, ενώ καταρρίπτει την άποψη που επικράτησε κατά τον εικοστό αιώνα, χάρη στο Βραζιλιάνο συγγραφέα Πάουλο Κοέλιο, ότι το σύμπαν συνωμοτεί στην επίτευξη επιθυμιών:
«Ό,τι επιθυμούμε πάρα πολύ δεν πραγματοποιείται ποτέ. Εάν όμως συμβεί, τότε δεν είναι ούτε στην κατάλληλη χρονική στιγμή, ούτε στις κατάλληλες περιστάσεις, ώστε να προσφέρει μεγάλη χαρά».
Στο κεφάλαιο, όπου παρουσιάζει την κοινωνία, ο Λα Μπρυγέρ είναι επικριτικός έναντι των ματαιόδοξων, των αδαών και όσων προσπαθούν να επιδειχθούν. Η δε άγνοια και η έλλειψη παιδείας προκαλούν τον δογματισμό.
Το χρήμα και η προσωπική περιουσία κατέχουν σημαντική θέση στην κοινωνία, αφού παρέχουν αυτομάτως δύναμη σε όσους τα αποκτήσουν. Οι πλούσιοι έχουν την πρωτοκαθεδρία, ενώ οι φτωχοί αγνοούνται.
Η πόλη και δη το Παρίσι διαφοροποιείται από την επαρχία και οι αστοί αδιαφορούν ή ακόμη και περιφρονούν τον τρόπο ζωής των αγροτών. Η βιομηχανική επανάσταση απέχει ακόμη χρονικά και η Αυλή κατά τον 17ο αιώνα εξακολουθεί να κρατά τα σκήπτρα.
«Ένας άνθρωπος που γνωρίζει την Αυλή (…) μιλά και ενεργεί ενάντια στα συναισθήματά του», υποστηρίζει ο Λα Μπρυγέρ και είναι σημαντικό ότι και ο ίδιος ζούσε σε αυτό το περιβάλλον που αποτρέπει την ευτυχία και επιζητά την υποκρισία.
Οι Ευγενείς δεν είναι παρά μηχανορράφοι και διεφθαρμένοι. Υπηρέτες του Πρίγκιπα, που απολαμβάνουν προνόμια που δεν θα έχει ποτέ ο λαός. Δίχως να απομακρυνθεί από το ιδεώδες του απολυταρχισμού, ο Λα Μπρυγέρ προτιμά ένα συμβόλαιο ανάμεσα στο Μονάρχη και τους υπηκόους του.
«Ο λαός δεν έχει πνεύμα και οι Ευγενείς δεν έχουν ψυχή (…)», καταλήγει ο συγγραφέας και δηλώνει «Θέλω να είμαι Λαός».
Άραγε εάν ήταν σύγχρονός μας και έγραφε τη μελέτη του, ποια θα ήταν τα συμπεράσματά του;