Γράφει ο Ερμής:
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, που αντιμετώπισα στη σχέση με τον πατέρα μου, ήταν ότι ποτέ δεν με θεώρησε αρκετά δυνατό και συνεπώς ισάξιό του. Σύμφωνα με την άποψή του, δεν είμαι παρά ένα αδύναμο και άβουλο πλάσμα, δίχως το απαιτούμενο σθένος για να αντιμετωπίσω τις δυσκολίες της ζωής. Ξέρω ότι η γνώμη του δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Όταν θέλω, βρίσκω πάντοτε τον τρόπο για να υλοποιήσω τους στόχους μου. Αρκεί όμως να είναι προσωπική μου επιθυμία και όχι υπόδειξη τρίτων. Ως ελεύθερο πνεύμα, αρνούμαι να υποταχθώ και να υπακούσω σε εντολές. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, όσο και εάν με πίεζε ο πατέρας μου, δεν συναινούσα ποτέ σε οτιδήποτε δεν συμφωνούσα.
Θυμάμαι ακόμη εκείνη την ημέρα που μού ζήτησε να τον συνοδέψω στο κυνήγι. Φανατικός με τη συνήθεια να σκοτώνει ανυπεράσπιστα ζώα, θεωρούσε ότι και ο γιος του όφειλε να τον μιμηθεί. Ξυπνήσαμε πολύ νωρίς, προτού καν ξημερώσει, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για τον προορισμό μας. Παρόλο που νύσταζα, τα θεσπέσια χρώματα της ανατολής, καθώς η σελήνη παραχωρούσε τη θέση της στον ήλιο, με αποζημίωσαν για τον χαμένο ύπνο μου.
Μόλις φτάσαμε στο δάσος, όπου ο πατέρας μου πίστευε ότι ήταν ιδανικό σημείο για να κυνηγήσουμε, κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο, φορτωθήκαμε τα σακίδια με τον εξοπλισμό και τα όπλα μας και αρχίσαμε να περπατάμε. Και οι δυο μας ήμασταν πολύ προσεκτικοί και παρατηρητικοί, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Ο μεν πατέρας μου για να σκοτώσει όσα πιο πολλά πουλάκια μπορούσε κι εγώ για να αποτυπώσω τις εικόνες του δάσους και να πλάσω μια νέα ιστορία.
Ανέκαθεν πίστευα ότι το κυνήγι είναι συνώνυμο του εγκλήματος και γι’ αυτό κάθε φορά που ο πατέρας μου σήκωνε το όπλο του και σημάδευε ένα πουλί, εγώ πυροβολούσα πρώτος στον αέρα, ώστε εκείνο να τρομάξει και να πετάξει μακριά από τον κίνδυνο. Γρήγορα ο πατέρας μου κατάλαβε το κόλπο μου και παρόλο που αρνήθηκα σθεναρά τις κατηγορίες ενοχής μου, εκείνος θύμωσε πάρα πολύ.
«Γιο απέκτησα εγώ ή κόρη;» ούρλιαζε. «Πότε θα γίνεις άνδρας; Είναι δυνατόν να συμπεριφέρεσαι σαν αδύναμη κορασίδα; Αφού δεν καταλαβαίνεις με τις νουθεσίες μου ότι πρέπει να αποκτήσεις δύναμη, θα αναγκαστείς μέσω της εμπειρίας», μού ανακοίνωσε κι έφυγε, αφήνοντάς με να περάσω μόνος μου τη νύχτα στο δάσος.
«Θα έρθω να σε πάρω το πρωί. Ελπίζω ότι η αγωνία του κινδύνου θα σε διδάξει», είπε κι απομακρύνθηκε.
Στην αρχή δεν ανησύχησα. Πόσο άσχημο θα ήταν να μείνω λίγες ώρες κοντά στη φύση; Καθώς όμως νύχτωνε, πανικοβλήθηκα. Ως παιδί της πόλης, οι άγνωστοι θόρυβοι του δάσους με τρομοκράτησαν και γέμισαν το μυαλό μου με εφιαλτικές σκέψεις. Κάθισα με την πλάτη σε ένα δέντρο, αφού πρώτα ήλεγξα ότι δεν ήταν σκαρφαλωμένο κάποιο ζώο εκεί, κι έσφιξα στο χέρι μου το όπλο, έτοιμος να πυροβολήσω για να σώσω τη ζωή μου. Κάθε ήχος ισοδυναμούσε με την έλευση ενός τεράστιου απειλητικού τέρατος, που θα με καταβρόχθιζε δίχως έλεος. Η ηλικία μου – ήμουν μόνο δεκατριών ετών τότε – αλλά και η αχαλίνωτη φαντασία μου, τροφοδοτούσαν τους φόβους μου.
Τα αστέρια, που έλαμπαν στον ουρανό, φώτιζαν το σκοτάδι και μου κρατούσαν συντροφιά. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα ούτε ένα λεπτό και η υπερένταση που ένιωθα, δεν επέτρεψε ούτε μια φορά στα βλέφαρά μου να κλείσουν. Όταν χάραξε, αισθανόμουν υπερβολικά κουρασμένος, αλλά ξαλαφρωμένος γιατί νόμιζα ότι η δοκιμασία μου τέλειωσε. Ξαφνικά, ο θάμνος απέναντί μου κουνήθηκε και μια σκιά κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος μου. Δίχως να διστάσω, σήκωσα την καραμπίνα, όπλισα και στόχευσα. Πριν προλάβω όμως να πυροβολήσω, διαπίστωσα ότι το πλάσμα που στεκόταν απέναντί μου ήταν ένα μικρό ελάφι. Κατέβασα το όπλο μου και γέλασα με τον παραλογισμό μου. Πλησίασα, άπλωσα το χέρι μου και το χάιδεψα. Το ελαφάκι στάθηκε και δέχθηκε με χαρά τα χάδια μου.
Εκείνην τη στιγμή, έφθασε ο πατέρας μου και βλέποντάς με να κρατώ το μικρό θησαυρό στην αγκαλιά μου, μού φώναξε να το αφήσω και να απομακρυνθώ για να το σκοτώσει.
«Ποτέ!! Αν θέλεις το ελάφι, τότε θα πρέπει να σκοτώσεις κι εμένα», δήλωσα και κάλυψα με το σώμα μου το στόχο του.
Όσο σκληρός κι αν ήταν ο πατέρας μου, σίγουρα δεν ήταν παιδοκτόνος και επομένως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την προσπάθεια.
«Το πείσμα σου θα σε βλάψει», είπε μόνο και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Αποχαιρέτησα με μια αγκαλιά το ελαφάκι, που με κοιτούσε έντονα και τρυφερά σαν να με ευχαριστούσε που τού έσωσα τη ζωή.
Ακολούθησα τον πατέρα μου. Καθώς απομακρυνόμουν, στράφηκα και κοίταξα τον μικρό μου φίλο. Ήταν ακόμα εκεί και με παρατηρούσε με τα μεγάλα όμορφα μάτια του, χαρίζοντας μου με το βλέμμά του την ανάμνηση της πρώτης ουσιαστικής νίκης μου ενάντια στην αδικία.
Συνταγή της Αμβροσίας: Ελαφοπειρασμός
Υλικά:
1 κιλό ελάφι σε μερίδες (ψαχνό – πλυμένο – στεγνό)
1 ποτήρι του νερού λάδι
1 ποτήρι του νερού κόκκινο, φρουτώδες κρασί
Αλάτι – πιπέρι – κουρκουμά – γκάραμ μάσαλα
3 κουταλιές της σούπας πηχτό σιρόπι από μαύρο σταφύλι
1 κουταλιά της σούπας πικάντικη μουστάρδα
3 κουταλιές της σούπας πελτέ ντομάτας
½ κιλό κρεμμυδάκια για στιφάδο (ολόκληρα)
½ κιλό χουρμάδες (χωρίς κουκούτσια και μαριναρισμένους σε κονιάκ)
Εκτέλεση:
Ρίχνουμε σε μια κατσαρόλα το λάδι και σοτάρουμε τα κρεμμυδάκια. Τα αφαιρούμε και στο ίδιο λάδι σοτάρουμε το κρέας (που έχουμε πρώτα αλευρώσει). Προσθέτουμε τον πελτέ ντομάτας (αραιωμένο με λίγο νερό), το σιρόπι, την μουστάρδα και όλα τα μπαχαρικά. Αφήνουμε το φαγητό να βράσει και μόλις το κρέας είναι έτοιμο, ρίχνουμε τα κρεμμυδάκια, τους χουρμάδες και το κρασί. Περιμένουμε να πάρουν 1 – 2 βράσεις, ώστε το φαγητό να μείνει με τη σάλτσα του.
Σερβίρουμε με πουρέ πατάτας – παντζαριού.