Γράφει η Ισμήνη Χαρίλα

Ο Γεώργιος Βιζυηνός θεωρείται, από τους μελετητές, ως ο θεμελιωτής του νεοελληνικού διηγήματος.

Το «Αμάρτημα της μητρός μου» είναι το πρώτο του διήγημα και δημοσιεύτηκε αρχικά το 1883 στο περιοδικό «Εστία». Πρόκειται για ένα ρεαλιστικό ηθογραφικό αφήγημα, με λαογραφικά στοιχεία, γραμμένο στην αρχαΐζουσα γλώσσα.

Παρόλο που ο συγγραφέας περιορίζει την διήγηση σε λίγες σελίδες, εντούτοις θίγει πάρα πολλά κοινωνικά θέματα, αξιοπρόσεκτα προς περισυλλογή.

Μέσω της πρωτοπρόσωπης γραφής, ο δημιουργός παρουσιάζει την αγωνία της μητέρας του αφηγητή, να εξιλεωθεί για την άβουλη δολοφονία του παιδιού της. Δίχως να το συνειδητοποιήσει, η νεαρή γυναίκα, μεθυσμένη ύστερα από ένα χαρούμενο γλέντι, αποκοιμήθηκε και προκάλεσε το θάνατο της μικρής της κόρης από ασφυξία, ενώ την θήλαζε. Όταν αρρώστησε και πέθανε και το δεύτερο κοριτσάκι που απέκτησε, θεωρεί ότι ο Θεός την τιμωρεί για το έγκλημά της. Έκτοτε, χήρα και μη μπορώντας πλέον να τεκνοποιήσει, προσπαθεί να απαλύνει τον πόνο της μέσω της υιοθεσίας δυο κοριτσιών, παρά τις αντιρρήσεις των γιων της, που δεν γνωρίζουν την αιτία της συμπεριφοράς της.

Η οικογενειακή ισορροπία και η αγάπη μεταξύ των παιδιών θα διασαλευτεί μετά το θάνατο της μικρής Αννιώς και την αχαριστία της ψυχοκόρης της μητέρας, που δεν θα αναγνωρίσει τις θυσίες των ανθρώπων που την φροντίζουν.

Όπως και ο Παπαδιαμάντης, ο Βιζυηνός παρουσιάζει στον αναγνώστη την καθημερινότητα της εποχής του, εστιάζοντας στα ήθη, την παιδεία, τη μετανάστευση και τη θρησκεία.

Μορφωμένος, με σπουδές στην Ευρώπη, ο συγγραφέας επικεντρώνεται στην ιδιαίτερη σημασία της γνώσης και της διάδοσής της. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι οι εξελίξεις στη Δύση την ίδια χρονική περίοδο καθιστούν πλέον αναγκαία την εξάπλωση της εκπαίδευσης και την καταπολέμηση της άγνοιας, που ήταν βασική αιτία εκμετάλλευσης των αδυνάτων.

Η απόφαση της μητέρας να βγει από το σπίτι και να εργαστεί, προκειμένου να βρει τους απαραίτητους πόρους για την επιβίωση των παιδιών της, είναι χαρακτηριστικό στοιχείο του αναπτυσσόμενου φεμινισμού και του νεοεμφανιζόμενου γυναικείου εργατικού δυναμικού στην Ευρώπη. Ο δημιουργός θίγει και τη διαφορά προσφερόμενης παιδείας στη Θράκη, όπου εξελίσσεται η ιστορία, και στις Ευρωπαϊκές χώρες.

Έντονο είναι το θρησκευτικό στοιχείο, αφού η ηρωίδα καταφεύγει στη Θεία Πρόνοια για να συγχωρεθεί από το αμάρτημά της. Η δε επιθυμία της να θυσιάσει τον αφηγητή, με αντάλλαγμα τη σωτηρία της Αννιώς, παραπέμπει στην Παλαιά Διαθήκη, ενώ θα μπορούσαμε ίσως να εμμείνουμε και στο λογοπαίγνιο της ΚΡΙΣΗΣ για το φόνο που διέπραξε και του ιδίου ΚΡΙΜΑΤΟΣ της έναντι του Θεού.

Η εξομολόγησή της στο γιο της για τα αίτια των ενεργειών της και η συγχώρεσή της από τον ίδιο καταδεικνύουν το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής και την ανάγκη κατανόησης. Παράλληλα όμως γεννιούνται πάρα πολλά ερωτήματα για το εάν θα έπρεπε να δικαστεί η μητέρα για τον έστω τυχαίο και άβουλο φόνο της κόρης της. Εφόσον ο γονέας οφείλει να προστατεύει με κάθε τρόπο και μέσο τα παιδιά του, δικαιολογείται η πράξη της νεαρής αυτής γυναίκας;

Το θέμα της υιοθεσίας παραπέμπει στα έργα των Άγγλων μυθιστοριογράφων του 19ου αιώνα, Καρόλου Ντίκενς και Τζώρτζ Έλλιοτ. Ο «Όλιβερ Τουίστ», οι «Μεγάλες Προσδοκίες» και ο «Σίλας Μάρνερ» είναι έργα που αναφέρονται στο κοινωνικό αυτό φαινόμενο, που ακόμη δεν είχε λάβει τη σημερινή μορφή του. Επρόκειτο για μια εποχή που δεν είχε καθορίσει ένα νομικό πλαίσιο και τα θετά παιδιά τίθεντο απλώς υπό την προστασία κάποιων. Η μητέρα εξάλλου στο διήγημα του Βιζυηνού παίρνει κοντά της ως ψυχοκόρη το πρώτο μωρό.

Δίχως μακροσκελείς διαλόγους, ο Βιζυηνός επιτυγχάνει να αποδώσει το ψυχογράφημα των πρωταγωνιστών και κυρίως το αίσθημα ενοχής και ευθύνης που καθορίζει την πορεία τους. Πιθανότατα αυτό αποτελεί και ένα από τα βασικά στοιχεία που το «Αμάρτημα της μητρός μου» παραμένει γνωστό στο κοινό, όχι μόνο ως βιβλίο, αλλά και ως θεατρικό έργο.