Από την Μάρθα Πατλάκουτζα
Το μουντό φθινοπωρινό σούρουπο δεν είχε καταφέρει να αποθαρρύνει τον κόσμο που σαν στρατιές μυρμηγκιών ανεβοκατέβαιναν τους δρόμους της πιο κεντρικής λεωφόρου της πόλης. Με το βλέμμα να κοιτάει τις πιο πολλές φορές στο κενό κανείς δεν μπορούσε ακούσει τα βήματά του. Τα αυτοκίνητα έπαιζαν το δικό τους κονσέρτο πάνω στην άσφαλτο.
Οι βιτρίνες πλουμιστές πουλούσαν το δικό τους παραμύθι. «Ξεχάστε την κρίση…αγοράστε μας… είμαστε δικά σας» Το χέρι πλησίασε την τσέπη.
Κάτι ψιλά κέρματα και ένα τσαλακωμένο χαρτονόμισμα δεν αρκούσε για να αγοράσει ένα τοσοδούλι ονειράκι έστω και τσαλακωμένο.
Στο παγκάκι του πεζοδρομίου ανάμεσα σε κάδους που ξεχείλιζαν από υλικά προς ανακύκλωση, ανακύκλωνε σκέψεις. Όλη του η ύπαρξη χωρούσε σε τρεις πλαστικές σακούλες. Από την παλιά του ζωή του είχε μείνει μόνο η εμμονή του με την τάξη. Μπορεί ο ίδιος να έζεχνε από την απλυσιά, όμως τα λιγοστά υπάρχοντά του ήταν τακτοποιημένα σε καθαρές σακούλες που είχε βουτήξει από το σούπερ μάρκετ. Το πιο βλαβερό υλικό για το περιβάλλον, ήταν το μόνο που οι λεφτάδες άφηναν εκτεθειμένο προς εξυπηρέτηση του αγοραστικού κοινού. Λες και αν είχαν ένα μάτσο πλαστικές σακούλες αφημένες πλάι στο ταμείο οι άνθρωποι θα αγόραζαν πιο πολλά.
Αλλά και πάλι η ψευδαίσθηση είχε βρει τον δρόμο της. Κάποτε δέκα πράγματα στοιβαζόταν σε δυο σακούλες. Τώρα δυο πράγματα μοιραζόταν σε δυο σακούλες. Μία σε κάθε χέρι. Έτσι για τη δύναμη της συνήθειας.
Ο άντρας με τα άναρχα άσπρα γένια και τον σκούφο στο κεφάλι συνήθισε πια να κοιμάται στον δρόμο. Ξάπλωνε στο φθαρμένο χαρτόκουτο. Σκέπαζε με την κουβέρτα το πρόσωπό του κι ας κρύωνε το κορμί του. Αυτό το άντεχε. Κείνο που δεν άντεχε ήταν την παγωνιά στα βλέμματα όσων αντίκριζαν το χάλι του. Στον ξύπνιο του δεν τον πείραζε, αλλά τα δικά του όνειρα τα ήθελε ζεστά.
Να μιλούσε, να εξηγούσε πως κάποτε ήταν άνθρωπος;
Και ποιος θα του έδινε σημασία;
Τα μάτια του τρεμόπαιξαν. Η ακινησία της ψυχής περνάει στο βλέμμα, σκέφτηκε και τη δική του την ήθελε ζωντανή. Δε μιλούσε πλέον με τα λόγια με τους ανθρώπους, αλλά με το βλέμμα. Είχε γίνει άσσος στον να ψάχνει στα μάτια του άλλου για αλήθειες. Άλλοι αρέσκονται να ψαρεύουν ψάρια, αλλά εκείνος ψάρευε έγνοιες. Δυο χρόνια στους δρόμους είχε μάθει πόσο ακριβή είναι η συμπόνια. Ναι, συμπονούσε όλους αυτούς που απέστρεφαν το βλέμμα τους. Ότι δεν βλέπεις, ξεχνάς εύκολα πως υπάρχει.
Αλλά εκείνος μπορούσε να δει το κορίτσι που αγάπησε και προδόθηκε, τη μάνα που αγόρασε με το ζόρι μια φρατζόλα ψωμί, το πλουσιόπαιδο που γλεντούσε την ανία του βασανίζοντας τους γύρω του, τον άντρα που έχασε το πρωί τη δουλειά του και δεν ήξερε πώς να το πει στη φαμελιά του, τα πιτσιρίκια που έπρεπε να πληκτρολογήσουν τα λόγια τους μπροστά σε μια οθόνη γιατί δεν ήξεραν να πώς να ανοιγοκλείσουν τα χείλη τους και να ακούσουν τη φωνή τους να μιλάει, την κυρία με τα ψηλοτάκουνα που το είχε ρίξει στα μπότοξ γιατί γερνούσαν τα μέσα και τα έξω της… Είχε ο κόσμος έγνοιες.
Λίγο πριν η ζωή τον ξεβράσει στο καρνάγιο είχε διαβάσει «Να βλέπεις τον εαυτό σου λες κι εσύ είσαι από έξω και να βλέπεις τους άλλους λες και είσαι μέσα τους».
Το ψιλόβροχο μούσκεψε τα ρούχα του. Η ανάσα του ελαφριά σαν του σπουργιτιού. Σηκώθηκε αργά. Τα κόκαλα του έτριξαν.
«Καλώς τον φιλαράκο μου τον πόνο» μουρμούρισε και χάθηκε στη λήθη της ανωνυμίας.
Αφιερωμένο στις ψυχές-σπουργίτια.
Μάρθα Πατλακουτζά
Η Μάρθα Πατλάκουτζα γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη από γονείς που κατάγονται από την Ανατολική Θράκη.
Σπούδασε Παιδαγωγικά στο Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, απ’ όπου αποφοίτησε το 1990.
Από το 1996 διδάσκει σε δημοτικά σχολεία της χώρας και τα τελευταία χρόνια σε δημοτικά της Θεσσαλονίκης.
Είναι παντρεμένη, μητέρα δυο κοριτσιών.
Παράλληλα το 2012 ξεκίνησε να ασχολείται με τη συγγραφή μυθιστορημάτων. Αντλεί τα θέματα των βιβλίων της από τις ζωές των ανθρώπων και ασχολείται κυρίως με τη μυθιστορηματική βιογραφία.
Εργογραφία:
Ζαχάρα, η θύελλα της καρδιάς, Εκδόσεις Ελληνική Πρωτοβουλία, 2013
Μερτζανή, το δάκρυ της Θράκης, Εκδόσεις Έξη, 2014
Άγιος Παΐσιος, ο Αγιορείτης, Εκδόσεις Έξη, 2015