Γράφει ο Ερμής:
Είμαι ευγνώμων που ζω κοντά στον Ζέφυρο και την Αμβροσία. Νιώθω ασφαλής και ήρεμος, παρόλο που δεν πιστεύω πια ότι είναι εφικτή η υλοποίηση των στόχων μου.
Ο Ζέφυρος ενοχλείται που δεν ελπίζω πλέον. Θεωρεί ότι όταν χάνεται η ελπίδα, ακυρώνεται η ίδια η ζωή. Στην προσπάθειά του λοιπόν να με ταρακουνήσει και να με εμψυχώσει, διηγείται πολύ συχνά την ιστορία ενός απελπισμένου νέου.
Σε ένα χωριό ζούσε κάποτε ένα νεαρός που αγαπούσε πολύ τη ζωγραφική. Αν και δούλευε πολλές ώρες στα χωράφια, δεν περνούσε ούτε μια μέρα, δίχως να δημιουργήσει και το μικρό του σπίτι ασφυκτιούσε από τα σχέδια και τους πίνακές του. Ονειρευόταν να μετακομίσει στην πόλη για να σπουδάσει στη σχολή Καλών Τεχνών και να ασχοληθεί αποκλειστικά με την τέχνη, αλλά ήταν πάρα πολύ φτωχός και ήταν αδύνατη η πραγματοποίηση του σχεδίου του. Αγωνιωδώς προσπαθούσε να βρει μια λύση, όμως δεν είχε καμιά διέξοδο.
Ένα πρωινό, καθώς ψάρευε στην ακροποταμιά, είδε ξαφνικά μια όμορφη χήνα. Κάτασπρη, παχουλή, αφηνόταν στο νερό να την παρασύρει, παίζοντας μαζί του. Οι κινήσεις της είχαν μια περίσσια χάρη, που ώθησαν το νεαρό να την ζωγραφίσει.
Ο νέος στερέωσε το καλάμι του σε δυο μεγάλες πέτρες δίπλα στην όχθη και έβγαλε από το σακίδιό του τα σύνεργα ζωγραφικής, που δεν αποχωριζόταν ποτέ. Απορροφημένος, δεν κατάλαβε ότι κάποιος τον παρακολουθούσε, παρά μόνο όταν τέλειωσε και άκουσε μια φωνή να τον ρωτά:
«Πού έχετε σπουδάσει σχέδιο;»
Σαστισμένος, έστρεψε το βλέμμα του και είδε έναν ηλικιωμένο κύριο.
«Δεν έχω σπουδάσει. Θα ήθελα, αλλά δεν έχω τη δυνατότητα».
Άρχισαν να κουβεντιάζουν και ο άγνωστος τού εξήγησε ότι δίδασκε ιστορία της τέχνης στο Πανεπιστήμιο. Συγκινημένος από την ιστορία του νέου και γοητευμένος από το έμφυτο ταλέντο του, προσφέρθηκε να τον βοηθήσει.
«Στο Πανεπιστήμιο θέλουν να προσλάβουν έναν φύλακα. Εάν θέλεις, θα φροντίσω να προσληφθείς εσύ. Επίσης μπορείς να δώσεις εξετάσεις και να διεκδικήσεις μία από τις υποτροφίες, ως εξαιρετικό ταλέντο».
Δεν χρειάστηκε ιδιαίτερη προσπάθεια για να πειστεί ο νεαρός. Την επόμενη κιόλας ημέρα ακολούθησε τον καθηγητή στην πόλη και όλα έγιναν όπως τα είχαν σχεδιάσει. Σύντομα το ταλέντο του αναγνωρίστηκε και έγινε πασίγνωστος.
Δεν ξέρω, εάν η ιστορία είναι αληθινή ή εάν την σκαρφίστηκε ο Ζέφυρος για να με παραδειγματίσει. Μου φαίνεται απίθανη η ταυτόχρονη εμφάνιση της χήνας και του καθηγητού. Σε κάθε περίπτωση όμως εκτιμώ και σέβομαι την προσπάθεια του καλού μου φίλου να αναπτερώσει το ηθικό μου, έστω και αν αυτό είναι αδύνατο, έπειτα από όλα όσα έχουν συμβεί………….
Συνταγή της Αμβροσίας: Εγκυμονούσα χήνα
Υλικά:
1 χήνα (2 – 2½ κιλά, πλυμένη και στεγνή)
1 κιλό κάστανα (ψημένα και ξεφλουδισμένα)
3 κουταλιές της σούπας καθαρό βούτυρο
Αλάτι – Πιπέρι
1 ποτήρι του κρασιού κονιάκ
2 ξύλα κανέλας
1 ποτήρι του νερού χυμό πορτοκάλι
200 γραμμάρια κουκουνάρι
½ κιλό συκωτάκια πουλιών (ψιλοκομμένα)
1 ξερό κρεμμύδι (ψιλοκομμένο)
Εκτέλεση:
Σε μια κατσαρόλα σοτάρουμε, στο βούτυρο, το κρεμμύδι και τα συκωτάκια. Προσθέτουμε το αλάτι, το πιπέρι και το ένα ξυλαράκι κανέλας. Ρίχνουμε ελάχιστο νερό και μόλις «πάρουν» 1 – 2 βράσεις, αποσύρουμε από τη φωτιά. Προσέχουμε να μην ξεραθούν. Ρίχνουμε το κουκουνάρι, τα κάστανα, το κονιάκ και ανακατεύουμε. Γεμίζουμε την κοιλιά και το λαιμό της χήνας με αυτήν τη γέμιση και την ράβουμε. Βάζουμε τη χήνα σε ένα ταψί. Την αλείβουμε με βούτυρο και γύρω – γύρω ρίχνουμε το πορτοκάλι, το δεύτερο ξύλο κανέλας και λίγο νερό. Βάζουμε το ταψί στο φούρνο και την αφήνουμε να ψηθεί σε χαμηλή φωτιά.