Γράφει η Ισμήνη Χαρίλα

Παρόλο που οι κριτικοί δεν έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη «Ρεβέκκα» της Βρετανίδας Δάφνης Ντι Μωριέ, όταν εκδόθηκε το 1938,  εντούτοις πρόκειται για ένα βιβλίο, που έγινε μπεστ σέλλερ και μεταφράστηκε σε πάρα πολλές γλώσσες. Στα ελληνικά εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1960 από τον Οίκο Δ. Δαρεμά και σε μετάφραση Άρη Δικταίου.

Η αμερικανική κινηματογραφική μεταφορά το 1940, από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ και η βράβευσή με το Όσκαρ καλύτερης ταινίας, ασφαλώς συνέβαλλαν στη διεθνή προβολή του βιβλίου.

Η Δάφνη Ντι Μωριέ στήνει ένα κοσμοπολίτικο σκηνικό με έντονες αντιθέσεις. Ένας κόσμος, όπου όλα και όλοι έχουν το αντικαθρέφτισμά τους, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην πραγματικότητα.

Η αφετηρία της ιστορίας θα μπορούσε να θεωρηθεί απλή και κοινότυπη. Ένας πλούσιος και αριστοκράτης άνδρας, ο Μαξιμίλιαν – Μαξίμ – Ντε Γουίντερ, χάνει τη γυναίκα του σε ένα θαλάσσιο ατύχημα και ξαναπαντρεύεται μια νεότερη κοπέλα. Με αφορμή αυτό το γεγονός, η συγγραφέας επιχειρεί να αναλύσει τα συναισθήματα της δεύτερης συζύγου, που ζηλεύει την άξια προκάτοχό της, τη Ρεβέκκα.

Η πρώτη σύζυγος παρουσιάζεται ως ιδανική. Έξυπνη, όμορφη, πλούσια, ευγενικής καταγωγής, τέλεια οικοδέσποινα, αγαπητή από όλους. Είναι η Ρεβέκκα, η κυρία Ντε Γουίντερ που, παρόλο που είναι νεκρή, ζει ακόμα στις καρδιές όσων την αγάπησαν και κυριαρχεί στο μυαλό όλων όσων την γνώρισαν. Σε αντιδιαστολή, η δεύτερη σύζυγος, που δεν αναφέρεται ποτέ το όνομά της, αδυνατεί να τη συναγωνιστεί και παραμένει ανώνυμη και ανούσια. Αδέξια, υπερβολικά νέα, άβουλη και άπειρη, μοιάζει να μην μπορεί να εγκλιματιστεί στο νέο της σπίτι, παρόλο που μέχρι πρότινος ζούσε σε παραπλήσιους χώρους, ως συνοδός της Αμερικανίδας πλούσιας κυρίας Βαν Χόπερ.

Το αίσθημα μειονεξίας πυροδοτεί τη ζήλεια και μορφοποιεί δεσποτικά τη Ρεβέκκα στο νου της δεύτερης συζύγου. Παραδομένη στην αίσθηση κατωτερότητας και κυριευμένη από έντονο φόβο ότι ο άνδρας της παραμένει προσκολλημένος στη Ρεβέκκα, οδηγείται σε λάθη από την πανούργα κυρία Ντάνβερς, που είναι οικονόμος στο Μάντερλεϊ, την έπαυλη δηλαδή του Μαξίμ και νταντά της Ρεβέκκας.

Προοδευτικά με την εξέλιξη της ιστορίας, δημιουργείται η μυστηριώδης αίσθηση ότι τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και ότι ένα μεγάλο μυστικό θα φέρει την ανατροπή.

Βασιζόμενη στην τεχνική της προοικονομίας και εκμεταλλευόμενη τα στοιχεία του φανταστικού, η συγγραφέας οδηγεί επιδέξια τον αναγνώστη στη λύση του μυστηρίου. Οι ρόλοι αντιστρέφονται, τα προσωπεία «πέφτουν» και εμφανίζονται πλέον οι καθαρές μορφές. Λόγια και πράξεις συγκαλυμμένες έρχονται στο φως, επιφέροντας τη λύτρωση, ενώ όλα αναποδογυρίζονται, το κακό εξαφανίζεται και οι ήρωες, με ευγενικές ψυχές, ανυψώνονται.

Η επιρροή από τα σημαντικά έργα των αδελφών Μπροντέ, δηλαδή την «Τζέην Έυρ» και «Τα Ανεμοδαρμένα Ύψη», έχει επισημανθεί από πολλούς κριτικούς και διαφαίνεται στο μοτίβο που χρησιμοποιεί η Ντι Μωριέ, αλλά και στην έντονη παρουσία των στοιχείων της Φύσης, όπως το νερό και η φωτιά. Αρχέγονα στοιχεία λύτρωσης και κάθαρσης που συντελούν στη συναισθηματική κορύφωση και στην ψυχογράφηση των ηρώων.

Εν κατακλείδι θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η «Ρεβέκκα» είναι ένα μυθιστόρημα που συνδυάζει την ψυχολογική ανάλυση και το αστυνομικό μυστήριο, δίνοντας έμφαση στην ανθρωπιστική κοινωνική κριτική, διαχωρίζοντας τοιουτοτρόπως τη θέση του από ένα ανέκφραστο επιφανειακό ρομάντζο.