από τη Μάρθα Πατλακουτζά
Κόρη μου ζηλευτή να προσέχεις τα φίδια» είπε με βραχνή φωνή η μάνα. Από καιρό είχε αντιληφθεί το νταραβέρι της με το ομορφόπαιδο που έλαμπε χρυσόσκονη και υποσχέσεις.
Ένα αλάνι με κουστούμι και μυαλό κουκούτσι, ήταν οι σκέψεις που φύλαξε για πάρτη της η μεσόκοπη γυναίκα.
«Μα στην πόλη όπου θα ζω δεν υπάρχουν ερπετά. Άντε κανά τάγμα ατρόμητων αρουραίων» αποκρίθηκε χαρωπά η κοπελούδα που ήταν σαν τα κρύα τα νερά. Έτσι έλεγαν οι παλιοί, έτσι θα το μάθουν και οι νιότεροι.
«Λαθεύεις θυγατέρα μου. Η νιότη σού δίνει το δικαίωμα να πιστεύεις πως η ζωή σου ανήκει. Αυτό το γνωρίζουν και τα φίδια. Δίχως να το καταλάβεις θα σε ζώσουν. Με το φαρμάκι τους πρώτα θα σε ναρκώσουν και κάθε φορά που θα νιώθεις το συριγμό της ανάσας τους στο σβέρκο σου, αυτά θα αλλάζουν πουκαμισάκι και τσουπ ένα νέο προσωπείο θα σε γυροφέρνει και θα τυλίγεται αργά γύρω από τον λαιμό σου. Σαν νιώσουν πως τους ανήκεις τότε το φαρμάκι θα αποκτήσει πικράδα κι εσύ θα καταπιείς όχι ένα, αλλά όλα όσα θέλουν να αδειάσουν από μέσα τους. Ο χρόνος θα κυλά και εσύ θα ξεχνάς ποια είσαι. Φυλάξου όσο μπορείς…» διαμαρτυρήθηκε η φωνή της μάνας. Στη ζωή της είχε πνίξει αρκετά από δαύτα, πριν αυτά προλάβουν να την πνίξουν. Έσφιξε τα χείλη της και αυτά μάτωσαν από το ζόρι.
Η μάνα είχε δίκιο. Το ένιωσε μέσα της. Το ένιωσε και η κόρη. Το ένιωσε κι ο έρωτας που σύρθηκε αργά στα πόδια της, πέρασε ηδονικά ανάμεσα στα σκέλια της και έζωσε την καρδιά της. Ήταν πλέον αργά για την κοπελούδα. Της προδοσίας το φαρμάκι ήθελε τον χρόνο του για να φτιαχτεί. Απαιτεί τέχνη και θέλει καλό τεχνίτη για να το στάξει αργά και επώδυνα. Η ζωή της κόρης έπρεπε να αναποδογυρίσει γιατί πίστεψε σε έναν έρωτα κλέφτη, σε έναν έρωτα φίδι.
Κι όταν η καρδιά της θα δοκιμαζόταν τότε θα είχε την ευκαιρία να ανακαλύψει που ανήκει… στους χαμένους ή στους αγωνιστές.
Βλέπεις η ζωή δεν είναι μια ευθεία… έχει ανηφόρες και κάτι διαολεμένες κατηφόρες, όπου οι ανηφοριές είναι ακόμα πιο απότομες.
«Το θέμα δεν έχει να κάνει με τη ζωή και τα φίδια της, αλλά με σένα. Ποια είσαι και τι θέλεις;» επέμενε η γυναίκα λαχανιασμένα.
«Κι αν δεν ξέρω μάνα;»
«Βρες το. Κλείσε τα μάτια και δες μέσα σου. Ψάξε στα σκοτάδια της ψυχής σου, γιατί κάπου εκεί κρύβεται το δικό σου φως. Και σαν το ανακαλύψεις ξεκάθαρα διεκδίκησέ το. Αυτό και πάλι θα κρυφτεί. Εσύ θα το φοβίσεις, θα το διώξεις. Τότε χειροκρότησε τα λάθη σου. Σου ανήκουν. Θα πονέσεις. Πολύ. Ε και; Έτσι κάνουν οι ζωντανοί. Ή θωρείς πως η βία και η δύναμη μπορούν να κάνουν κάποιον αθάνατο;
Ξόδεψε την ανάσα σου για σένα. Αγάπα για πάντα και δώσε συγχώρεση στην πίκρα σου. Ο χρόνος σου πάνω στη γη κάθε λεπτό που περνά λιγοστεύει.
Θα τον σπαταλήσεις για ένα φαρμάκι;
Μόνο όσοι αγαπήθηκαν πολύ έζησαν για πάντα στις καρδιές.
Και αγαπήθηκαν πολύ όσοι έδωσαν αγάπη, αγνή, καθάρια, αληθινή».
«Μάνα αναρωτήθηκες ποτέ σου γιατί γεννήθηκες;»
«Όχι κόρη μου. Αυτό δε θέλησα ποτέ να το ρωτήσω. Όμως ένα μπορώ να σου πω. Σε γέννησα γιατί κι εγώ αγάπησα».