από την Άρια Σωκράτους.
Ηρώ Κωνσταντοπούλου. Μια ηρωίδα ύμνος της εθνικής αντίστασης κατά των Γερμανών. Ένα σύμβολο τόλμης και θάρρους. Η ατρόμητη καρδιά της σημαδεύτηκε από δεκαεπτά σφαίρες, όσα ακριβώς ήταν και τα χρόνια της, ανάμεσα σε πενήντα Έλληνες, τους οποίους και παρότρυνε να επιτεθούν άοπλοι κατά του κατακτητή.
Η Ηρώ Κωνσταντοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουλίου 1927 από ευκατάστατους γονείς με καταγωγή από τη Σπάρτη. Ήταν μοναχοπαίδι, με εξαιρετική μόρφωση και παιδεία. Ήταν άριστη μαθήτρια του Αρσακείου και μιλούσε απταίστως τέσσερις ξένες γλώσσες. Φορούσε ακόμα τη σχολική ποδιά όταν οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ και ανέπτυξε έντονη αντιστασιακή δράση.
Έκρυβε όπλα και προκηρύξεις κάτω από την σχολική της ποδιά, έγραφε συνθήματα στους τοίχους και κολλούσε αφίσες, προκαλώντας τους Γερμανούς. Η δράση της δεν παρέμεινε για αρκετό καιρό κρυφή. Στις 16 Ιουλίου του 1944, την ημέρα των γενεθλίων της, μία ομάδα των Ταγμάτων Ασφαλείας εισέβαλε στο σπίτι της οικογένειάς της στην οδό Βεΐκου 57 στο Κουκάκι και τη συνέλαβε οδηγώντας την στο Αρχηγείο. Εκεί βασανίστηκε άγρια και αλύπητα από ένα Έλληνα καταδότη και συνεργάτη των Γερμανών, τον Αγήνορα.
Εκείνη ούτε στιγμή δεν λύγισε, ούτε για ένα λεπτό δεν πέρασε έστω στιγμιαία από το μυαλό της η σκέψη να προδώσει τους συναγωνιστές της. Υπέμεινε τα βασανιστήρια εκστομίζοντας παράλληλα βρισιές στη Γερμανική γλώσσα που η ίδια χειριζόταν εξαιρετικά.
Οι βασανιστές της δεν κατάφεραν να της αποσπάσουν καμία πληροφορία ενώ παράλληλα οι γονείς της κατέβαλλαν κάθε δυνατή προσπάθεια να την απελευθερώσουν, γεγονός που τελικά κατόρθωσαν.
Η Ηρώ συνέχισε απτόητη τη δράση της αλλά δυστυχώς η τύχη δεν ήταν με το μέρος της. Λίγες μόνο μέρες μετά, στις 31 Ιουλίου, συνελήφθη και πάλι από άνδρες των Ες- Ες, ύστερα από ένα σαμποτάζ σε τρένο που μετέφερε πυρομαχικά. Την μετέφεραν στα κρατητήρια της «Κομαντατούρ» στην οδό Μέρλιν, όπου με κτηνώδη βασανιστήρια προσπαθούσαν ματαίως επί τρεις εβδομάδες να της αποσπάσουν πληροφορίες για τις δραστηριότητες των αντιστασιακών οργανώσεων. Εκείνη παρέμεινε το ίδιο απτόητη και ακλόνητη, οι κατακτητές δεν κατόρθωσαν να της αποσπάσουν καμία πληροφορία παρά μόνο βρισιές τις οποίες απηύθυνε στη γλώσσα τους. Οι προσπάθειες των δικών της να τη σώσουν, αυτή τη φορά απέτυχαν. Οι Γερμανοί τη μετέφεραν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου, στο θάλαμο των μελλοθανάτων. Ακόμα κι εκεί στην απομόνωση του στρατοπέδου, στο περιβόητο Μπλοκ 15 συνέχιζε τον αγώνα της. Ήταν τόσο ατρόμητη που ενώ βρισκόταν κρατούμενη, κατόρθωσε να αποκόψει τα ηλεκτρικά σύρματα και να βυθίσει στο σκοτάδι το στρατόπεδο των SS.
Στο μέρος εκείνο, η Ηρώ γνώρισε την αγωνίστρια Λέλα Καραγιάννη, η οποία μέσα στον παγωμένο εκείνο θάλαμο του θανάτου έγινε δεύτερη μάνα της. Βλέποντας κάποιες περίεργες κινήσεις μέσα στο στρατόπεδο, η Λέλα Καραγιάννη ρώτησε ένα Ουγγρογερμανό φύλακα αν ετοίμαζαν κάτι οι Γερμανοί. Εκείνος με σπαστά ελληνικά και χειρονομίες της απάντησε πως την επομένη πολύ νωρίς το πρωί, η Ηρώ θα οδηγούνταν στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Το ίδιο βράδυ λέγεται ότι η Λέλα Καραγιάννη, την πλησίασε, την αγκάλιασε και της είπε παρουσία των υπολοίπων κρατουμένων γυναικών: «Θα έπρεπε να πω καλημέρα αλλά η μέρα που θα ξημερώσει θα είναι απαίσια. Σε λίγο θα πάρουν άλλες πενήντα από δω μέσα. Από τον θάλαμο θα πάρουν μόνο μία. Αυτή που τους ενόχλησε και τους πόνεσε περισσότερο απ’όλες. Την πιο μικρή στα χρόνια, την πιο μεγάλη στο θάρρος. Ηρώ, έχω κι εγώ μια κόρη σαν κι εσένα, το ίδιο νέα, το ίδιο όμορφη. Δεν θα την ξαναδώ όπως κι εσύ δεν θα ξαναδείς τη δική σου μητέρα. Τώρα λοιπόν λίγες στιγμές πριν από το τέλος, θα ήθελα να σου πω το μεγάλο μπράβο και το μεγάλο αντίο σαν να ήσουν παιδί μου και σαν να είμαι η μητέρα σου. Στάσου πιο όρθια απ’όσο στεκόσουν μέχρι τώρα. Από αυτό το πρωί αρχίζει η αληθινή σου ζωή».
Την επόμενο χάραμα της 5ης Σεπτεμβρίου 1944, η Ηρώ οδηγήθηκε μαζί με άλλους 49 κρατουμένους στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Εκεί οι Γερμανοί κατακτητές έστησαν στον τοίχο την έφηβη που δεν είχε καν δικαστεί και την σκότωσαν με δεκαεπτά σφαίρες, όσα ήταν και τα χρόνια της, για «παραδειγματισμό», όπως είπαν. Το θάρρος δεν την εγκατέλειψε ούτε την εσχατη στιγμή. Η ίδια λίγο πριν οι εκτελεστές της ανοίξουν πυρ έσκισε το φόρεμά της, έτρεξε προς το μέρος τους και φώναξε: «Χτυπάτε. Κτήνη»
Όταν ρώτησαν έναν Γερμανό στρατηγό «Γιατί τη σκοτώσατε; Ήταν μόλις δεκαεπτά χρονών», εκείνος απάντησε: «Γιατί τέτοιοι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι για εμάς».
Η Ηρώ θυσίασε τη ζωή της για τη ελευθερία της πατρίδας μόλις 37 μέρες προτού ελευθερωθεί η Ελλάδα.
Στις 29 Δεκεμβρίου του 1977 η Ακαδημία Αθηνών, με εισήγηση του καθηγητή της Φιλοσοφίας, Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου, τίμησε την ηρωίδα με μεταθανάτιο βραβείο για την υπέρτατη θυσία της, αναγνωρίζοντας έτσι και τη συμβολή της ΕΠΟΝ στον απελευθερωτικό αγώνα.
Το 1981 ο σκηνοθέτης Νίκος Φώσκολος, μεταφέρει τη ζωή της στην οθόνη με τίτλο «Δεκαεπτά σφαίρες για έναν άγγελο.»
Σήμερα εβδομηνταπέντε χρόνια μετά τη θυσία της, η Ηρώ παραμένει ένα σύμβολο τόλμης, τιμιότητας και ακλόνητου θάρρους και μας θυμίζει καθημερινά πως αυτές οι αρετές μάλλον έχουν χαθεί μαζί της.