από τον Νικηφόρο Βυζαντινό

Το παρόν κείμενο δεν γράφεται για κανέναν συγκεκριμένο λόγο. Δεν γράφεται λόγω κάποιας εθνικής επετείου την οποία καλούμαστε να εορτάσουμε εν μέσω τυμπανοκρουσιών Επίσης δεν είναι απόρροια του
καταγγελτικού ύφους αλλά  συντάσσεται από μία εσωτερική μου ανάγκη, μία ανάγκη πέρα από τον επετειακό κομφορμισμό και του να αναφέρεται κάποιος σε ένα ιστορικό γεγονός λόγω της συγκεκριμένης ημέρας.
Η συγκεκριμένη ημέρα δεν υπάρχει λοιπόν και δεν υπάρχει γιατί θα έπρεπε όλοι μας να νιώθουμε ως το ελαχιστότατο χρέος μας να τιμούμε όλους αυτούς που έπεσαν για την πατρίδα κάθε ημέρα και η καλύτερη τιμή για εκείνους δεν είναι να γίνουν αγάλματα ή μνημεία παρά φωτεινοί φάροι της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας και της τιμής του ανθρώπου και παραδείγματα ζωής ενώ η στάση που τήρησαν εκείνοι θα έπρεπε υπό κανονικές συνθήκες, να είναι το παράδειγμα του γονιού προς το παιδί του. Θα έπρεπε να είναι το παράδειγμα του δασκάλου προς τους μαθητές και ούτω καθεξής. Και μπορεί να μην υπάρχει συγκεκριμένος λόγος για το παρόν όμως υπάρχει η αφορμή για κάτι τέτοιο, μία αφορμή που ξύπνησε εντός μου κάτι το οποίο κοιμόταν βαθιά όμως υπήρχε ριζωμένο εξίσου βαθιά και απλώς βρήκε την μοναδική ευκαιρία να καταδείξει την δύναμη της υπάρξεως του μέσα στην ψυχή μου.

Όλα ξεκίνησαν από ένα συνταρακτικό ντοκιμαντέρ το οποίο είχα την τύχη να παρακολουθήσω κάποτε, τότε που γυρίζονταν ακόμη πράγματα με ουσία και όχι χωρίς ίχνος αυτής και χωρίς λόγο, προκειμένου να δικαιολογηθούν υπέρογκοι μισθοί στην κρατική τηλεόραση και υψηλά κονδύλια παραγωγής εκπομπών, τότε που και ο δημοσιογράφος και ο παραγωγός και ο κάθε ένας που συμμετείχε, κατέθετε ένα μικρό ή μεγαλύτερο κομμάτι της ψυχής του και περνούσε μηνύματα όχι σαν υποβολέας αλλά γιατί τα αισθάνονταν ο ίδιος και αυτό φαίνονταν στην τέχνη του.

Θέμα του, το έπος του 1940 και οι πρωταγωνιστές του, κάποιοι από τους αυτούς οι οποίοι εκείνη την Δευτέρα στις 28 Οκτωβρίου ξεκίνησαν αμούστακα παιδιά με τον ενθουσιασμό της νιότης τους, για να δαμάσουν το θηρίο της φασιστικής Ιταλίας ένα θηρίο το οποίο αποδείχτηκε ένα τιποτένιο κατασκεύασμα μπροστά σε αυτό το οποίο έκρυβαν οι Έλληνες μέσα τους και απλώς περίμενε την αφορμή για να ξεπεταχτεί και να προκαλέσει τον πανικό στους εχθρούς και το σέβας στους «συμμάχους».

Μαζί τους, στο ίδιο πλάνο αλλά στην απέναντι όχθη βρίσκονταν όλοι οι ήρωες μας, όλα αυτά τα παιδιά για τα οποία η μοίρα επεφύλαξε μια άλλη κατάληξη και δεν τα ευλόγησε με το να κάνουν οικογένεια, πολλά παιδιά και εγγόνια ούτε τα αξίωσε να γεράσουν, όμως τους απέδωσε την μεγαλύτερη τιμή που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος, να θυσιαστούν για την πατρίδα τους και να γίνουν φωτεινό παράδειγμα για όλους τους υπόλοιπους και να είστε σίγουροι ότι η ζωή και το πεπρωμένο δεν είναι τόσο χαριστικό για όλους γιατί οι περισσότεροι είναι αναγκασμένοι να σέρνουν την μικρή και ταπεινή τους ύπαρξη πλανημένοι και πέρα από τα μεγάλα ιδανικά έως ότου έρθει και για εκείνους το κάλεσμα του θανάτου.

Εκεί λοιπόν, στα βουνά της Αλβανίας διαδραματίστηκε η πλέον συγκινητική σκηνή η οποία έχει περάσει από τα μάτια μου. Eίδα ανθρώπους πολύ μεγάλης ηλικίας με στρατιωτικά αξιώματα και βαθμούς
αποκτημένους στο πεδίο της μάχης, να φιλούν το χώμα κάτω από το οποίο
κείτονται κάποια από εκείνα τα παιδιά και να κλαίνε με λυγμούς από την
συγκίνηση που ο Θεός τους αξίωσε και να επιβιώσουν των καταστάσεων
τότε, αλλά και να μπορέσουν να ξαναεπισκεφθούν έστω και με αυτόν τον
τρόπο κάποιους από τους αγαπημένους τους φίλους και συμπολεμιστές που
άφησαν εκεί πάνω. Από τότε αυτές οι σκηνές στοίχειωσαν το μυαλό μου
και ήταν αδύνατον να τις βγάλω από την σκέψη μου, ενώ αργότερα έμαθα
σχετικά ότι δεν υπάρχει καμία ουσιαστική μέριμνα για το όλο θέμα και
όλες οι προσπάθειες αναλώνονται σε επουσιώδη ζητήματα διπλωματικών
σχέσεων και άλλων τέτοιων ανοησιών για επτά ολόκληρες δεκαετίες πλέον.

Κύριοι οι ήρωες μας δεν έχουν ανάγκη από τα νεκροταφεία τα οποία
θέλετε να χτίσετε, αλλά δεν το κάνετε εδώ και δεκαετίες με δικαιολογία
ένα σωρό ανοησίες και επουσιώδεις λόγους, όλα τα εμπόδια θα ήταν
εύκολο να αρθούν αν υπήρχε μία σοβαρή πολιτική επάνω στο όλο ζήτημα
και δυστυχώς για μία ακόμη φορά και αυτή η περίπτωση κρατικής
αδιαφορίας έρχεται να συγκαταλέγει ανάμεσα στις χιλιάδες περιπτώσεις
οπού το ελληνικό κράτος απουσιάζει. Τώρα είναι φυσιολογικό ότι θα μου
αντιτάξετε το ορθόν επιχείρημα πως το κράτος δεν νοιάζεται για τους
ζωντανούς πολίτες του άρα πόσο μάλλον να θελήσει να αναλάβει δράση σε
μία περίπτωση η οποία αφορά κεκοιμημένους Έλληνες ήρωες και δυστυχώς
φαίνεται ότι η θυσία όλων αυτών των ανθρώπων ενοχλεί, όμως το
ελαχιστότατο ανθρωπιστικό μας καθήκον είναι όλοι αυτοί να
αποκατασταθούν έστω και με αυτόν τον τρόπο, έστω και μετά από την
πάροδο τόσων πολλών δεκαετιών.

Αδυνατούν άραγε να αντιληφθούν οι όποιοι χειρίζονται αυτά τα ζητήματα
ότι το θέμα δεν βρίσκεται μεταξύ δυο χωρών, παρά έχει ανθρωπιστικό
χαρακτήρα; Είναι τόσο δύσκολο να ξεχωρίσουν τα νομικά ζητήματα και
βλέπουν τα οστά των προγόνων μας σαν ιδιοκτησία και σαν μέσο άσκησης
πολιτικής και μικροσυμφερόντων ακόμα και για ψηφοθηρικούς λόγους;

Ακόμη και οι πιο στυγνοί εγκληματίες στο τέλος της ζωής τους
αναπαύονται μέσα σε έναν τάφο όποιος και όπως και αν είναι αυτός. Τι
είδους λοιπόν έγκλημα διέπραξαν όλοι αυτοί οι πραγματικοί ήρωες μας
και μένουν άταφοι; Μήπως το έγκλημα της φιλοπατρίας ή της αφιέρωσης
στο σύνολο; Είναι πραγματικά ντροπή μας για ένα κράτος το όποιο θέλει
να υποστηρίζει ότι είναι σύγχρονο και με δομές, να μην έχει
πραγματοποιήσει ακόμα αυτό το έργο του ενταφιασμού και της απόδοσης
τιμής απέναντι όλων αυτών των αγνώστων ηρώων που άλλαξαν με την θυσία
τους τον ρου της παγκόσμιας ιστορίας παλεύοντας από χωριό σε χωριό,
σπίτι σε σπίτι μέσα στη λάσπη και στο χιόνι μέσα στην πείνα και μέσα
στην τρομερές κακουχίες του χειμώνα με έναν άδικο αντίπαλο, έναν
αντίπαλο ο οποίος δεν στάθηκε ικανός ούτε καν να κοιτάξει τον Έλληνα
στρατιώτη στα μάτια και ο λόγος είναι γνωστός, δεν μπορούσε να το
κάνει γιατί τον βάραινε το άδικο που διέπραττε και που το γνώριζε
καλά.

Η Γερμανία, που ας μην κρυβόμαστε, σε αυτήν οφείλεται το παγκόσμιο
αιματοκύλισμα και η αναταραχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, διαθέτει
ειδική υπηρεσία στρατιωτικών νεκροταφείων ανά την Ευρώπη και όπου
αλλού πολέμησαν Γερμανοί στρατιώτες και μεριμνά για την ανακάλυψη,
ενταφιασμό και απόδοση τιμών σε όλα τα στελέχη και απλούς στρατιώτες
του γερμανικού στρατού οι οποίοι έπεσαν εν ώρα καθήκοντος. Αν λοιπόν
αυτοί μεριμνούν για τα θύματα και τους νεκρούς τους στους άδικους και
κατακτητικούς πολέμους τους οποίους και διεξήγαγαν τουλάχιστον ως προς
εμάς, γιατί εμείς να μην μεριμνούμε για τους δικούς μας νεκρούς που
έπεσαν υπερασπιζόμενοι τα σπίτια, τις οικογένειες και τα παιδιά τους
και πολέμησαν για να παραμείνει ο τόπος μας ελεύθερος άσχετα με το
ποιά υπήρξε η συνέχεια;

Δεν μπορώ ειλικρινώς να καταλάβω γιατί φερόμαστε λες και θα πρέπει να
ντρεπόμαστε επιτέλους για το ένδοξο παρελθόν μας (εκτός και αν δεν
πρόκειται ακριβώς για ντροπή και ο νοών νοείτω) και να μην διεκδικούμε
τα απολύτως αυτονόητα την στιγμή που θα έπρεπε να διεθνοποιήσουμε το
θέμα αυτό και να αντιμετωπιστεί πλέον ως διεθνές πρόβλημα ανθρωπίνων
δικαιωμάτων αντί να αντιμετωπίζεται ως απλό διμερές θέμα το οποίο δεν
δείχνει να μας ενδιαφέρει και αν λυθεί έπειτα από 100 ή 200 χρόνια.

Τέλος πια στον επιλεκτικό ανθρωπισμό. Ή μήπως δεν αποτελεί ανθρώπινο
δικαίωμα τα δύο μέτρα γης και η τελευταία κατοικία ενός ανθρώπου; Όλοι
έχουν δικαίωμα σε μία έντιμη ζωή και έναν επίσης έντιμο θάνατο και
εμείς ως ανάξιοι απόγονοι όλων αυτών, είμαστε οι τελευταίοι που
δικαιούμεθα να στερήσουμε από τέτοιους γίγαντες της ελευθερίας και της
παλικαριάς το ύστατο πανανθρώπινο δικαίωμα που στο κάτω-κάτω της
γραφής το κατέκτησαν με την τεράστια αξία τους αυτομάτως μέσω της
θυσίας κάτι που απέφυγαν επιμελώς άλλοι τους οποίους εξακολουθούμε να
τιμούμε χωρίς λόγο και ουσία σήμερα.

Οι μεγάλοι μας ήρωες που στοιχειώνουν αυτόν εδώ τον τόπο δεν έχουν
ανάγκη επαναλαμβάνω, από νεκροταφεία και τιμές όποιου είδους, ενώ
είμαι βαθύτατα πεπεισμένος ότι θα έπρατταν ακριβώς ότι έπραξαν έστω
και αν γνώριζαν το τέλος της παραστάσεως και της ίδιας τους της ζωής.
Αυτοί που έχουμε όντως ανάγκη από αποκατάσταση των αξιών μας είμαστε
όλοι εμείς που είτε σωπαίνουμε, είτε αγνοούμε επιλεκτικά και
αναλωνόμαστε καθημερινώς σε ότι ανουσιωδέστερο μπορούμε να βρούμε στον
δρόμο μας ενώ απαξιώνουμε τα πλέον σημαντικά ζητήματα που θα πρέπει να
τηρεί ο κάθε ένας από εμάς που ακόμη θέλει να θεωρεί τον εαυτό του
άνθρωπο και πολίτη μιας χώρας με τόσο ένδοξο παρελθόν, αλλά και τόσο
αβέβαιο μέλλον.

Ας μην αποδειχτούμε μικροί για ακόμα μια φορά. Aν δεν είμαστε ικανοί για τα μεγάλα, τουλάχιστον δεν έχουμε δικαίωμα να ξεχνάμε όσους τα πραγματοποίησαν, είναι κάτι το οποίο στο
τέλος θα γυρίσει εναντίον μας όσο και αν θέλουμε να το αποφύγουμε. Και
τέλος μία έκκληση προς τους όποιους πολιτικούς μας να κάνουν ότι
γίνεται υπέρ αυτού του σχεδίου αποκατάστασης μνήμης έστω και αν αυτοί
οι οποίοι θα ωφεληθούν δεν μπορούν να τους ψηφίσουν πλέον. Ντροπή
επιτέλους!