Γράφει η Ισμήνη Χαρίλα
Μελετώντας τα «Άνθη του Κακού» (Les fleurs du Mal), του Charles Baudelaire, σε συνδυασμό με τις αναλύσεις που έχουν γίνει στα εκατόν εξήντα χρόνια της ύπαρξής τους, αντιλαμβάνεται κανείς, ότι είναι απολύτως δικαιολογημένη η άποψη, ότι το ποιητικό αυτό έργο δεν είναι αποτέλεσμα στιγμιαίας έμπνευσης, αλλά ένα ενιαίο σύνολο κοσμικής αντανάκλασης.
Σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι βιογράφοι του, ο ποιητής έχασε τον πατέρα του σε ηλικία έξι ετών και μεγάλωσε δίπλα στον αυστηρό στρατιωτικό πατριό του. Σύντομα ο νεαρός Baudelaire ανέπτυξε μια τάση φυγής και επαναστατικότητας, αρνούμενος την καταπίεση και τον περιορισμό της ελευθερίας του.
Η μποέμικη ζωή του δανδή που υιοθέτησε και η συμμετοχή του στα γεγονότα της επανάστασης του 1848 ενάντια στο καθεστώς που υπηρετούσε ο πατριός του, οδήγησαν την οικογένειά του στη νομική αφαίρεση της διαχείρισης της περιουσίας του.
«Τα Άνθη του Κακού» – ο τίτλος οφείλεται σ’ ένα φίλο του ποιητή, τον δημοσιογράφο Hippolyte Babou – παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στο «Revue des deux Mondes», ενώ η έκδοσή τους σε βιβλίο πραγματοποιήθηκε το 1857. Η αντίδραση του Τύπου, η λογοκρισία και η δικαστική διαμάχη που ακολούθησε, οδήγησαν στην αφαίρεση έξι ποιημάτων κατά τη νέα έκδοση το 1861. Τελικά περιλήφθησαν εκ νέου στη νέα έκδοση, μετά το θάνατο του Baudelaire, το 1868.
Το έργο χωρίζεται σε εφτά ενότητες και ξεκινά μ’ ένα ποίημα που απευθύνεται στον αναγνώστη και δίνει το στίγμα της άποψης που θα ακολουθήσει:
«C’est le diable qui tient les fils qui nous remuent! (…)
Chaque jour vers l’Enfer nous descendons d’un pas…»[1]
Ο άνθρωπος επομένως δεν είναι παρά μια μαριονέτα αφημένη στα χέρια του Διαβόλου, δηλαδή του Κακού.
Η επόμενη ενότητα είναι αφιερωμένη στο «Spleen et Ideal». Ο όρος «Spleen», όπως εξηγούν οι ιστορικοί, προέρχεται από την Αγγλία και έγινε γνωστός στη Γαλλία κατά τον 18ο αιώνα από τον Diderot. Στην εποχή του ρομαντισμού υποδηλώνει την ανία και την απέχθεια της ζωής. Ο άνθρωπος αποζητά το ιδανικό, αλλά τα γήινα εμπόδια, όπως η ασθένεια, ο χρόνος, η οκνηρία, η ένδεια, δεν τού επιτρέπουν να το αγγίξει. Ο ποιητής επιχειρεί να βρει τρόπους να ξεφύγει και ακολουθούν οι επόμενες τέσσερις ενότητες: οι εικόνες από το Παρίσι, το κρασί, τα Άνθη του Κακού, η εξέγερση. Αποτυγχάνοντας να συναντήσει το προσδοκώμενο, καταλήγει στη μοναδική του διέξοδο και τελευταία ενότητα: τον θάνατο.
Σημαντική θέση κατέχει ο έρωτας, που εκφράζεται μέσω της παρουσίας τριών γυναικών: της Jeanne Duval, της Madame Sabatier και της Marie Daubrun.
Η πρώτη είναι ηθοποιός, σκληρή, με αγάπη προς τον αλκοολισμό. Όταν θα καταλήξει τυφλή και παράλυτη, ο Baudelaire θα την φροντίσει μέχρι τον θάνατό της. Ποιητικά συνδέεται με τη νύχτα, τη σελήνη, τα εξωτικά τοπία, την ψυχρότητα και τον σαρκικό έρωτα.
«Une île paresseuse, où la nature donne
Des arbres singuliers et des fruits savoureux»[2].
Η δεύτερη ενσαρκώνει τον πλατωνικό έρωτα. Φίλη του ποιητή, που τον προσκάλεσε πολλές φορές στο φιλολογικό της σαλόνι, είναι πανέμορφη, δίχως ηθικές αναστολές και συνδέεται με τον ήλιο, την ημέρα, τη θρησκεία.
«Sa chair spirituelle a le parfum des Anges»[3].
Τέλος η τρίτη είναι μίξη των δυο παραπάνω. Ποιητικά συνδέεται με το τέλος εποχής και τα εύθραυστα αντικείμενα.
«Et pourtant aimez –moi, tendre coeur! Soyez mère
Même pour un ingrat, même pour un méchant»[4].
Εν κατακλείδι, αν και τυπικά ο Baudelaire δεν μας άφησε παρά μόνο τα «Άνθη του Κακού», εντούτοις είναι ένα έργο που όχι μόνο επηρέασε τους ποιητές των επόμενων γενιών, αλλά παραμένει πάντα σύγχρονο, αφού οι συμβολισμοί του αντικατοπτρίζονται στην καθημερινότητά μας.
[1] Σημ μτφ. Ο Διάβολος κρατά τα νήματα που μας κουνούν! (…)
Καθημερινά κατεβαίνουμε μ’ ένα βήμα στην κόλαση.
[2] Σημ. μτφ. «Ένα τεμπέλικο νησί, όπου η Φύση χαρίζει παράξενα δέντρα και γευστικά φρούτα».
[3] Σημ. μτφ. «Η πνευματική της σάρκα έχει το άρωμα των Αγγέλων».
[4] Σημ. μτφ. «Και κυρίως εσείς τρυφερή καρδιά να με αγαπάτε. Να είστε μητέρα ακόμη και για τον αχάριστο, ακόμη και για τον κακό».