από τον Φώτιο Καλιαμπάκο.
Στο πρόγραμμα της προηγούμενης εβδομάδας της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης ήταν προγραμματισμένο να επανέλθει στο πόντιουμ μετά από πέντε χρόνια απουσίας ο πάλαι ποτέ μουσικός της διευθυντής, διακεκριμένος αρχιμουσικός Ζουμπίν Μέτα.
Ο Μέτα τελικά για λόγους υγείας δεν μπόρεσε να έρθει στη Νέα Υόρκη, όμως το πρόγραμμα της ορχήστρας παρέμεινε στο πνεύμα του, αφού εκείνος είχε διαλέξει έργα από τη φυσική του πατρίδα την Ινδία και την πνευματική του, τον τόπο που σπούδασε μουσική, τη Βιέννη, πατρίδα και του Manfred Honeck, του μαέστρου που ανέλαβε να τον αντικαταστήσει.
Από την πρώτη ο Μέτα είχε επιλέξει το έργο του Ινδού συνθέτη Ravi Shankar: Garland για σιτάρ (έγχορδο παραδοσιακό ινδικό όργανο) και (μεγάλη) ορχήστρα, μια προσπάθεια που αποσκοπούσε στο πάντρεμα των δύο, τόσο διαφορετικών παραδόσεων. Ο Μέτα, με σολίστα τον ίδιο τον συνθέτη είχε πρωτοπαρουσιάσει το έργο στη Νέα Υόρκη το 1981.
Φέτος το σολιστικό μέρος ανέλαβε η κόρη του Shankar, Anoushka, η οποία, ντυμένη με ένα παραδοσιακό ινδικό φόρεμα χωρίς παπούτσια έπαιζε πάνω σε ένα χαλί που είχε τοποθετηθεί σε ένα βάθρο στη θέση του σολίστα στα αριστερά του πόντιουμ.
Το μεγάλης διάρκειας, σχεδόν μιας ώρας, έργο ξεκινά με μια δυναμική εισαγωγή και μερικά μέτρα από τις χορδές της ηχητικά πιο κοντινής άρπας εισάγουν ομαλά το πρώτο σολιστικό μέρος του σιτάρ, ενός αρχαίου οργάνου, με πολύ όμορφο ήχο που δημιουργεί υποβλητική ατμόσφαιρα και θυμίζει, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών, άλλα παραδοσιακά όργανα της πιο κοντινής σε μας Ανατολής και την ατμόσφαιρα του αμανέ.
Στη μεγαλύτερη διάρκεια η συνοδεία παρέμενε διακριτική για να μην καλύπτει η μεγάλη ορχήστρα τη σολίστ ενώ το σιτάρ «συνομιλούσε» συνεχώς με διάφορα όργανα της ορχήστρας, πότε τα ξύλινα πνευστά, πότε τα χάλκινα πνευστά, κατά κόρον όμως τα διάφορα κρουστά σε έντονα ρυθμικές και δεξιοτεχνικές αποστολές, κάτι που συνηθίζεται και στις παραδοσιακές χρήσεις του συγκεκριμένου οργάνου, ενώ σιγούσε για μεγάλα διαστήματα για να αναπτυχθούν τα μέρη της ορχήστρας και με κάποιο είδος έγχορδης εισαγωγής, πότε με την άρπα που προαναφέραμε, πότε με τα πιτσικάτι των εγχόρδων της ορχήστρας ο λόγος περνούσε και πάλι στη Shankar.
Το έργο, το οποίο ήταν πολύ ενδιαφέρον, γεμάτο όμορφες μουσικές ιδέες, με έντονο το ινδικό χρώμα στο σολιστικό μέρος και εμφανείς τις επιρροές δυτικών συνθετών του εικοστού αιώνα στο ορχηστρικό, υστερούσε ελαφρά σε συνοχή, αφού οι μελωδίες και οι διάλογοι του σιτάρ με τα διάφορα όργανα της ορχήστρας έδειχναν περισσότερο να παρατάσσονται παρά να συντίθενται, ενώ μόνο σε ορισμένα σημεία του δεύτερου μέρους και στο εντυπωσιακό τέλος, όπου ήταν εξαιρετικά όμορφη και συνεκτική η σύμπραξη του σολιστικού με το ορχηστρικό μέρος, το έργο ανταποκρινόταν σε αυτό που, τουλάχιστον στη Δύση καταλαβαίνουμε ως κοντσέρτο.
Πάντως, τα μέρη για σιτάρ ήταν πανέμορφα, πότε γρήγορα και δεξιοτεχνικά και πότε εσωτερικά και πότε πονεμένα, και η Anouska Shankar επέδειξε την υψηλή τεχνική της και ήταν εξαιρετική, γεμάτη μουσικότητα και γοητεία, μετέφερε στην καρδιά της Νέας Υόρκης κάτι από την ομορφιά, αλλά και τη βαθιά μελαγχολία της Ανατολής.

Στο δεύτερο μέρος ο λόγος ανήκε στο Μάνφρεντ Χόνεκ, αφού εκείνος έδειξε με τον πλέον πειστικό τρόπο το πόσο έχει εμβαθύνει στη μουσική παράδοση της πατρίδας του.
Στα έργα δύο σπουδαίων συνθετών της κλασσικής εποχής της Βιέννης, του Χάιντν και του Σούμπερτ, ο Χόνεκ απέδειξε κυρίως ότι γνωρίζει πώς πρέπει να είναι ο ήχος αυτών των έργων, κάτι που δεν αποτελεί έκπληξη μια και ο τωρινός μουσικός διευθυντής της ορχήστρας του Πίτσμπουργκ, ο οποίος έφτασε κοντά, αλλά τελικά δεν κατάφερε να γίνει ο επόμενος διευθυντής της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης, ήταν για χρόνια μέλος της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Βιέννης, η οποία θεωρείται αυθεντία στην ερμηνεία του συγκεκριμένου ρεπερτορίου.
Με ζωντάνια και χάρη, όμορφο ήχο, έμφαση στα, εν μέρει χιουμοριστικά, χαρακτηριστικά για τον συγκεκριμένο συνθέτη, παιχνιδίσματα και πανέμορφη απόδοση του τρίτου μέρους που παρέπεμπε στο χορευτικό χαρακτήρα του μινουέτου, ο Βιεννέζος αρχιμουσικός οδήγησε τη Φιλαρμονική σε μια υπέροχη ερμηνεία της Συμφωνίας αριθμός 93 σε Ρε μείζονα του Γιόζεφ Χάιντν.
Με τα έγχορδα και ξύλινα πνευστά να διακρίνονται, ιδιαίτερα ο Χόνεκ, με χαρακτηριστικές κινήσεις για χαμήλωμα της έντασης στα μυστηριακά μέρη της Συμφωνίας σε Σι ελάσσονα του Σούμπερτ, και προσεκτικά επιλεγμένα τέμπο, κράτησε καθηλωμένο το κοινό καθ’ όλη τη διάρκεια του μελαγχολικού «Ημιτελούς» αριστουργήματος στο τέλος μιας εξαιρετικής μουσικής βραδιάς.