από την Αναστασία Δημητροπούλου.

Είναι η τριακοσιοστή εξηκοστή πέμπτη μέρα που έρχομαι εδώ να του μιλήσω, και ίσως αυτός είναι ο μόνος λόγος που ανοίγω τώρα πια τα μάτια μου όταν χαράζει.

Βγαίνω απρόθυμα απο έναν ύπνο που μοιάζει περισσότερο με λύτρωση και πλήρη απαξίωση της ζοφερής πραγματικότητάς μου, ετοιμάζομαι χωρίς απαραίτητα να επιθεωρώ το είδωλό μου στον καθρέφτη, και έπειτα περνώ αρκετή ώρα στο δωμάτιό του αερίζοντάς το, τακτοποιώντας για πολλοστή φορά με ευλάβεια τα ρούχα μες στη ντουλάπα του, και όσα παράτησε τελευταία φορά στην καρέκλα του γραφείου του, κυρίως φαρδιές φανέλες του μπάσκετ και των αγαπημένων του Lakers δηλαδή, το πάπλωμά του, το μαξιλάρι με τη μυρωδιά του, τις σημειώσεις της Φαρμακολογίας στο κομοδίνο του, και ισιώνω ξανά και ξανά, σχεδόν πορωμένα και αυτιστικά, στον τοίχο το κάδρο με το κολάζ των φωτογραφιών απο την περσινή εξόρμηση για σκι, στο Μπάνσκο με τους φίλους του.

Ξέρω πως δε θα γυρίσει πια.

Είναι όμως, κάποια πρωινά που ο εγκέφαλός μου αναμένει την άφιξη ενός χαρισματικού Φοιτητή Ιατρικής που απλώς το προηγούμενο βράδυ κοιμήθηκε στο σπίτι της κοπέλας του, και τότε είμαι τρομακτικά βέβαιη πως θα το κάνει.

Πως απο στιγμή σε στιγμή, θα ακούσω το αυτοκίνητό του να σβήνει στο δρομάκι έξω απο το σπίτι μας, πως θα τον κρυφοκοιτάξω που μπαίνοντας, θα αστειευτεί με το μεγαλύτερο αδελφό του και σκανταλιάρικα θα αρπάξει μια φρυγανιά με βούτυρο και μέλι απο εκείνες που ετοιμάζει τα πρωινά ο πατέρας του στην κουζίνα, πως θα έρθει ακροπατώντας κοντά μου, όσο θα χαζεύω τη γέφυρα του Ρίου στο μπαλκόνι, πως θα με αγκαλιάσει και θα με συγκινήσει με ένα απαλό φιλί στα μαλλιά μουρμουρίζοντας ότι είμαι η καλύτερη μάνα στον κόσμο και ταυτόχρονα με ένα πνιχτό γελάκι θα με ρωτήσει αν έχει ζεστό νερό για ντους. Και τότε η φωνή του μεγάλου μου γιου, ίδια ακριβώς με τη δική του, αλλά και το διακριτικό χτύπημά του στην πόρτα, θα τραβήξει την κουβέρτα της γλυκιάς παραίσθησης απο το κορμί μου.

«Έλα να πάμε στο νεκροταφείο, μαμά» ψιθυρίζει καθημερινά χαϊδεύοντας τους μουδιασμένους ώμους μου, και πάντα τα καταφέρνει να με επαναφέρει στο θλιβερό παρόν, στο αδιέξοδο όπου φωνάζω το όνομα του σπλάχνου μου, μα δεν έρχεται απόκριση καμιά.

Στο δρόμο, δεν ανταλλάσσουμε κουβέντες, ούτε καν βλέμματα. Το ίδιο κάναμε και την ημέρα της κηδείας. Εκείνος είχε οδηγήσει πάλι, ο πατέρας του αδυνατούσε. Είχε σφίξει τα δόντια και τα χέρια γερά στο τιμόνι και μάς είχε φέρει μπροστά στο παλικάρι μας, μπροστά σε έναν χλωμό γαμπρό, σε ένα νεαρό γιατρό που για κάποιον παράξενο λόγο κοιμόταν γαλήνια στο κέντρο του ναού υπό τον σπαραγμό Θεού και θνητών, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του και το στηθοσκόπιο περασμένο στο λαιμό του.

Δεν είχα κοιμηθεί την προηγούμενη νύχτα, άκουγα διαρκώς στα αυτιά μου σε φρικτή επανάληψη την γυναικεία φωνή που καλούσε απο το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της πόλης μας, και συνηθισμένη σε τέτοιου είδους αναγγελίες, μού ανακοίνωνε στις 06:47 πως το μωρό μου, θύμα σφοδρότατης πλαγιομετωπικής σύγκρουσης, είχε διακομιστεί εκεί ήδη νεκρό.

Το ίδιο απόγευμα οι κολώνες μιας ολόκληρης συνοικίας, γέμισαν από χαρτιά που ενημέρωναν για τον τόπο και το χρόνο του μαρτυρίου μου. Το ίδιο χαρτί κολλήθηκε και στον τοίχο του σπιτιού μας. Θυμάμαι πως είχε στα δεξιά μια μικρή χαμογελαστή φωτογραφία του, το όνομά του με κεφαλαία, και πιο χαμηλά των συγγενών του. Πόσο κλονίστηκα σαν διαπίστωσα ότι εγώ ήμουν η χαροκαμένη μάνα ενός παιδιού που είχε οδηγηθεί στον αδόκητο θάνατο χάρη στην οδηγική φρενίτιδα κάποιου με υπερβολική ποσότητα αλκόολ στο αίμα και κάρβουνο στην καρδιά.

Πόσο αδικημένη ένιωσα όταν μάταια σε περίμενα να με βρεις και να μου ζητήσεις μια συγγνώμη, πόσο κενή μπρος σε έναν ατελέσφορο δικαστικό αγώνα, πόσο καταφρονημένη απο ένα κράτος και μια μοίρα που σε αφήνουν ακόμη ατιμώρητο.

Σήμερα, ο γιος μου κλείνει έναν χρόνο μακριά μας, κι εσύ κυκλοφορείς κάπου εδώ, αλώβητος απο τον εφιάλτη που μού τον στέρησε. Όπου να ‘ναι, η εκκλησία θα κατακλυστεί απο συγγενείς, φίλους και συμφοιτητές του, ή καλύτερα απο ανθρώπους που θα μου θυμίσουν πως η ζωή τους προχωρά και η νιότη τους ανθίζει. Εσύ πιθανότατα κοιμάσαι, τι άλλο θα κάνεις, άλλωστε, Σάββατο πρωί σε μια πόλη που πνίγεται στην αδιάκοπη βροχή της; Αργότερα, όταν όλα θα έχουν τελειώσει, όταν το μνημόσυνό του θα διαδεχτεί ένα άλλο, όταν ο ήλιος θα βγει για να στεγνώσει το νερό στα λευκά μάρμαρα, όταν ένα ανεπαίσθητο αεράκι θα κάνει τα τζαμάκια με τα καντήλια να χτυπούν ρυθμικά και τις φλογίτσες τους να τρεμοπαίζουν, εσύ θα βγεις για τον καφέ σου. Ή μήπως όχι; Μήπως θα ήταν καλύτερο να περιμένεις το βράδυ; Η νύχτα είναι γλυκιά, είναι ερωμένη που δύσκολα απαρνείσαι, σε ποτίζει, σε γεμίζει κι ύστερα σε αφήνει να γυρίσεις το κλειδί σε μια καταραμένη μίζα.

Σε σένα, μιλάω, ασυνείδητε και δειλέ.

Σε σένα, που αφαίρεσες μια ζωή, που ήπιες κι οδήγησες κι είμαι απόλυτα σίγουρη πως αυτό είναι το σύστημά σου και ταυτόχρονα το χαμένο στοίχημα του γιου μου με τη ζωή, τα όνειρα και τις ελπίδες του.

Σε σένα, απευθύνομαι, ανεύθυνε οδηγέ.

Σε σένα που θα δρέψεις το ίδιο εκβιαστικά κι άλλες ζωές, ενώ εκείνος είχε ως στόχο να τις σώσει όλες. Αυτό που προσπαθώ να σου πω, είναι πως το αγόρι που σκέπαζε τους αρρώστους στις νυχτερινές εφημερίες του, τα βράδια παίρνει τη θέση του συνοδηγού στο πλάι σου, φορά τη ζώνη του απο συνήθεια, βλέπει το θάνατο με τα ευγενικά γαλαζοπράσινα μάτια του να πλησιάζει τα χαράματα κάθε γνωστό και άγνωστό του στο αντίθετο ρεύμα, εκεί όπου εσύ κινείσαι ιλιγγιωδώς και που βρωμοκοπά η ανάσα σου αλκόολ, και σου φωνάζει «Για το Θεό, πρόσεχε!»

Εμένα τι άλλο μου μένει τώρα πια;

Να προσεύχομαι να μη θρηνήσει άλλη μάνα το παιδί της σε μια αιματοβαμμένη άσφαλτο. Ούτε καν η δική σου.