από τη Μάρθα Πατλάκουτζα

Ο κέρσορας αναβοσβήνει. Είναι καλό φιλαράκι. Το μόνο που μπορώ να εμπιστευτώ. Τρέχει, σταματά, επιστρέφει πίσω. Σβήνει και ξαναγράφει τη στιγμή από την αρχή. Υπακούει αγόγγυστα και είναι αυτό που κάνει την άναρχη ανάσα να θέλει να πειθαρχήσει, γιατί είναι από εκείνες τις νύχτες που η γραφή είναι η μόνη λύτρωση.

«Κοπελούδα μου να προσέχεις τις υποσχέσεις. Όταν έχουν συμφέρον το σύμπαν στα πόδια σου θα τάξουν. Μα σαν καταφέρουν και σε γελάσουν και σε έχουν του χεριού τους, όλα τα ξεχνούν» ήταν τα λόγια που μου είπαν κάποια ρυτιδιασμένα γηρατειά.

Τότε νόμιζα πως δε θα με προφτάσουν ποτέ.

Τότε νόμιζα πως η ζωή ανήκε σε μένα.

«Δεν τους πείραξα. Γιατί να με προδώσουν;» ύψωσα την ένστασή μου. Η αδιαλλαξία της άγουρης νιότης πίστευε πως είχε τις απαντήσεις για όλα.

«Προδοσία. Σσσους βαριά κουβέντα και την εξέρω καλά του λόγου της. Έχει πρόσωπα πολλά. Αλλάζει μάσκες και λαλιές. Αλλά σάματι αλλάζουν οι άνθρωποι; Ο άρπαγας, καρδιά μου, δεν χορταίνει. Άμα σου βγει και γλυκοψεύτης, τότε πάρε τη γομολάστιχα και πάρε να σβήνεις ταξίματα και λόγια μεγάλα. Τα λάθη σου τα έκαμες. Τι κι αν εμπιστοσύνη έδωκες; Χαλάλι τους. Ας πάρουν μπόλικη μπας και γλυκάνει το ριζικό τους. Μωρέ ζει ο άνθρωπος σε λαγούμια; Χώνεται εκεί μόνο σαν θέλει να κρυφτεί».

Δαίμονας ή άγγελος θες να γινείς; Ρωτά ο λογισμός μου.

Σώπασε και ο πόνος πλάι μου κουβεντούλα θα αρχινήσει. Παραμύθια δε θα πει. Μαθήματα θα δώκει. Το «γιατί» σταμάτα να ρωτάς. Από ύλη και πνεύμα έχουμε όλοι πλαστεί, μα το πνεύμα βγήκε κομματάκι απότομο, απαιτητικό. Με την πρώτη δυσκολία την κοπάνησε και απόμεινε μιαν ύλη αδύναμη. Με αυτήν θα πορευτείς. Δαίμονες κι άλλους θα γνωρίσεις. Θα τους ερωτευτείς και πίστη θα τους δώκεις. Αλλά κράτα για σένα το κλειδί και σφάλισε την πόρτα της ψυχής σου. Βάλε μυαλό και κράτα τους απ’ έξω. Κι άλλα πολλά θα δεις. Στο εμπρός φυτρώνουν αγκάθια και υποσχέσεις.

Νομίζεις πως σε μιαν άκρη σκιερή ήρθε η ώρα να κρεμάσεις τις φτερούγες σου. Κάντο, αλλά τότε πώς θα αγγίξεις ουρανό;

Η ψυχή πρέπει πρώτα να μάθει να πετά, να κόψει κύκλους ατέλειωτους, μοναχικούς πάνω από βράχια κοφτερά και μοναχά σαν λαβωθεί, τότε να συρθεί για να γλείψει τις πληγές της. Άντε να βγάλει και κραυγή. Μην τρομάζεις. Δική σου είναι κι αυτή.

Τον φόβο γιατί να τον εφοβάσαι;

Έτσι δεν κάμουν οι ζωντανοί; Αγαπούν, κάνουν έρωτα, γεννούν.

Γελούν και ξεγελούν. Λένε και ξελένε. Λαθεύουν και ξελαθεύουν.

Λάθη του χθες γίνονται τα πάθη του σήμερα και γεμίζουν όνειρα το αύριο.

Μα έτσι μονάχα αξίζει να ζεις…