από την Άρια Σωκράτους.
«Ένας ηθοποιός πρέπει να φλέγεται εσωτερικά με φαινομενική άνεση εξωτερικά», είχε κάποτε πει ο μεγάλος θεατρικός συγγραφέας Άντον Τσέχωφ.
Η νεαρή και πολλά υποσχόμενη ηθοποιός Κωνσταντίνα Μαλτέζου, η οποία πρωταγωνιστεί στην θεατρική παράσταση «Το σακάκι που βελάζει» του Στανισλάβ Στρατιέβ, υποδυόμενη τρεις ρόλους, ασπάζεται απόλυτα αυτή την αποψη. Έχοντας στο ενεργητικό της σημαντικές σπουδές τόσο στον τομέα της Θεατρολογίας όσο και στην υποκριτική τέχνη και συμμετοχές σε απαιτητικές θεατρικές παραστάσεις όπως την «Δωδέκατη Νύχτα του Σαίξπηρ», η Κωνσταντίνα δηλώνει πως δεν διαχωρίζει τη ζωή της από τους ήρωες που υποδύεται και όταν της προσφέρεται ένας ρόλος, ψάχνει μέσα της να εντοπίσει στοιχεία και χαρακτηριστικά που οδηγούν στην υιοθέτηση συγκεκριμένης συμπεριφοράς.
1. Έχετε σπουδάσει Θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας και στη συνέχεια φοιτήσατε σε δραματική σχολή στην Αθήνα. Ποιά ήταν η αιτία που σας ώθησε στο να επιδιώξετε την τέχνη της υποκριτικής;
Σπούδασα θεατρολογία στο αντίστοιχο τμήμα του Πανεπιστημίου Πατρών, μα ύστερα από μερικά έτη ένιωσα περισσότερο την ανάγκη να κάνω πράξη όσα διάβαζα και όχι τόσο να τα αναλύσω. Άφησα, λοιπόν, τη σχολή και ήρθα στην Αθήνα για να σπουδάσω κάτι που στην ουσία δεν είχα ιδέα τι είναι· απλώς φανταζόμουν. Ο πατέρας μου, μου είπε: «Είσαι τυχερή που σου αρέσει κάτι τόσο πολύ. Στους περισσότερους δεν αρέσει τίποτα». Με αυτήν την φράση και την απόλυτη στήριξη της οικογένειάς μου, άρχισα να σπουδάζω στην δραματική σχολή του Γιώργου Αρμένη. Αυτό που ήθελα – και ακόμα θέλω – είναι να μπορώ να είμαι μέρος μιας συλλογικής δουλειάς. Να ακολουθώ μια τέχνη που μέσα της βρίσκονται όλες οι τέχνες μαζί. Να λέω λέξεις που εννοώ. Θέλω να δίνω ό,τι μπορώ και να μην ξέρω ποτέ τί θα πάρω. Το άγνωστο έχει μια γοητεία που μπορεί κάποιες φορές να φαίνεται καταστροφική, ταυτόχρονα όμως σου δίνει και ζωή.
2. Ο Αλμπέρ Καμύ στον Μύθο του Σισύφου είχε γραψει πως ο ηθοποιός βασιλέυει σε μια δόξα φθαρτή, χτισμένη πάνω στις πιο εφήμερες δημιουργίες και σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα κάνει τους ήρωες που υποδύεται να γεννηθούν και να πεθάνουν πάνω σε πενήντα τετραγωνικά πάλκου. Ποιά είναι η δική σου τοποθέτηση πάνω σε αυτή την άποψη;
Θεωρώ πως ό,τι δημιουργείς είναι εφήμερο. Ακόμη και η διάρκειά σου σε έναν χώρο απαρτίζεται από εφήμερα γεγονότα. Δεν διαχωρίζω τη ζωή μου από τους ήρωες που υποδύομαι. Όταν μου προσφέρεται ένας ρόλος, δεν τον αντιμετωπίζω σαν ρόλο. Ψάχνω μέσα μου να βρω στοιχεία και χαρακτηριστικά που οδηγούν τον άνθρωπο να συμπεριφερθεί μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο. Άλλωστε, εγώ είμαι που θα πω τα λόγια που έχουν γραφτεί. Η διαδικασία ξεκινά δειλά με μια έρευνα που κάνω βάσει της σκηνοθετικής γραμμής. Πάντα, όμως, ακόμη και το πιο σύντομο πράγμα που είχα να παρουσιάσω, ήθελα να το φέρω στην επιφάνεια μέσα από την δική μου ψυχοσύνθεση, ώστε ο ήρωας που δημιουργώ να μην πεθαίνει ποτέ. Πιστεύω πως η ανθρώπινη φύση τα έχει όλα, απλώς φοβόμαστε να τα προσεγγίσουμε.
3. Στις 12 Νοεμβρίου είχατε την πρεμιέρα της παράστασης «Το Σακάκι που βελάζει» του Στανισλάβ Στρατιέβ στο Θέατρο ΠΚ. Μιλήστε μας για την παράσταση και τον ρόλο που υποδύεστε σε αυτήν.
Το Σάββατο που μας πέρασε πραγματοποιήθηκε η πρεμιέρα της νέας μας παραγωγής «Το Σακάκι που Βελάζει» του Στανισλάβ Στρατίεβ. Πρόκειται για ένα θεατρικό κείμενο που με κέρδισε από την πρώτη στιγμή που το διάβασα. Η γραμμή των αντιθέσεων που υπάρχουν σε αυτό, το κάνει για εμένα να είναι τόσο ενδιαφέρον. Άλλωστε σχεδόν κάθε του σκηνή προσφέρεται για απόλυτη ταύτιση με την ακραία και παράλογη καθημερινότητα. Μπορεί να είναι μια σάτιρα, αγγίζει όμως έντονα την ψυχή κάθε ανθρώπου που νιώθει την ανάγκη να ξεφύγει. Από τί, μόνο ο καθένας μας ξεχωριστά το ξέρει… μπορεί και όχι.
Στο έργο υποδύομαι τρεις ρόλους. Μία χωρικό που προσπαθεί άδικα να βρει το δίκιο της σε μία δημόσια υπηρεσία, την σύζυγο του ανθρώπου του ανελκυστήρα και την Ντερμεντζίεβα. Κάθε ρόλος προβάλει ξεχωριστές καθημερινότητες εμβαθύνοντας ολοένα και περισσότερο σε αυτό που συμβαίνει μακριά από τη σκηνή, όταν οι ήρωες χάνονται στα παρασκήνια. Μία χωρικός στέκει αδύναμη μπροστά στο μεγαλείο του παραλογισμού ενός Κρατικού Οργανισμού, την ίδια στιγμή που ένας άνθρωπος είναι φρακαρισμένος στο μοναδικό ασανσέρ του ίδιου κτιρίου με την σύζυγό του – μία ταλαιπωρημένη γυναίκα – να τον επισκέπτεται καθημερινά, αδυνατώντας να βρει λύση στο πρόβλημά του. Τέλος, υπάρχει η Ντερμεντζίεβα, μία δημόσιος υπάλληλος που αποφασίζει να εγκαταλείψει τη θέση της ξεσπώντας σε μία πολυετή πίεση και λόγω της ολικής φθοράς που πια νιώθει. Για εμένα η Ντερμεντζίεβα δηλώνει πως υπάρχει ελπίδα και περιθώρια επανάστασης. Είναι ο άνθρωπος που «φωνάζει» για έναν ολικό επαναπροσδιορισμό της ανάγκης για μια απλή και ουσιαστική ζωή.
4. Πόσο δύσκολο είναι να είναι κάποιος ηθοποιός στην Ελλάδα της κρίσης; Η κρίση ευνοεί ή δυσχεραίνει την καλλιτεχνική διέξοδο;
Η οικονομική κατάσταση που κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα είναι κάτι πολύ δυσάρεστο και επηρεάζει όλους τους επαγγελματικούς κλάδους, από την στιγμή που μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας. Δεν έχω υπάρξει ηθοποιός προ κρίσης, δεν ξέρω πως είναι να πληρώνεσαι με αρκετά χρήματα για τη δουλειά σου. Δεν αναρωτήθηκα και ποτέ. Άλλωστε η επιλογή μου να γίνω ηθοποιός δεν είχε ως κίνητρο να βγάλω χρήματα. Δεν θα έκανα κανένα επάγγελμα μόνο για έναν καλό μισθό. Νομίζω το συγκεκριμένο επάγγελμα είναι δύσκολο σε όλες τις περιόδους κυρίως λόγω της έλλειψης σταθερότητας, και είναι βέβαιο πως όλο αυτό μόνο ανασφάλεια σου χαρίζει. Από την άλλη, όλα πλέον έχουν γίνει πολύ ρευστά, οπότε όσο αντέχεις είναι προτιμότερο να ρισκάρεις.
5. Παράλληλα με την καλλιτεχνική σας ιδιότητα είστε και συνιδρύτρια της μη κερδοσκοπικής θεατρικής ομάδας Seven Eleven Company. Πώς προέκυψε το εγχείρημα αυτό και πώς επηρεάζει την ιδιότητα σας ως ηθοποιό;
Η θεατρική μας εταιρεία – λέω «μας» γιατί την έχουμε μαζί με τον Νότη Παρασκευόπουλο – δεν επηρεάζει μόνο την ιδιότητά μου σαν ηθοποιό, αλλά επηρεάζει όλη μου τη ζωή από τότε που ιδρύθηκε. Επηρεάζει την καθημερινότητά μου, τα όνειρά μου, τον χρόνο μου, τις προτεραιότητές μου, τον τρόπο που βλέπω πλέον τα πράγματα, τη ζωή, τους ανθρώπους, το θέατρο, τα πάντα. Αν δεν υπήρχε ο Νότης και αυτό που ιδρύσαμε μαζί, δεν νομίζω τώρα να έγραφα αυτά τα λόγια, δε νομίζω να ήμουν ηθοποιός. Ποτέ δεν ήθελα να μειώσω τα όνειρά μου. Ποτέ δεν ήθελα και δεν θέλω να ξεχάσω γιατί ξεκίνησα να κάνω αυτό που κάνω.
Στο τρίτο έτος της δραματικής σχολής γνώρισα τον Νότη και αμέσως κατάλαβα πως δεν είμαι μόνη μου και πως υπάρχει ένας άνθρωπος που βλέπει τα πράγματα κάπως διαφορετικά, δηλαδή αυτό που εγώ θεωρώ ως λογικά. Στην τέχνη δεν υπάρχει σωστό και λάθος, καλό ή κακό. Υπάρχει για μένα η αίσθηση της ικανοποίησης. Ικανοποίηση στο κομμάτι της δημιουργίας και κατ’ επέκταση ικανοποίηση σε όσους το έργο σου ξυπνάει κάποιο ή κάποια συναισθήματα.
Δημιουργήσαμε πολύ δειλά αυτήν την εταιρεία γιατί όλα αυτά που είχαμε σκεφτεί, θέλαμε να τα μοιραστούμε, να τα κάνουμε πράξη. Δεν ξέρω πώς θα κυλήσουν τα πράγματα, δεν ξέρω το μέλλον της εταιρείας μας, αλλά ποτέ δε θα ξεχάσω γιατί ξεκίνησε. Και όσα χρόνια και αν περάσουν – ελπίζω πολλά – θα σκέφτομαι πάντα αυτό. Τα πρώτα μας όνειρα που προέκυψαν από την ανάγκη να γίνουν όλα πιο απλά.
Πιστεύω πάρα πολύ στην ισορροπία. Οι δυσκολίες, σε συνδυασμό με αρκετή προσωπική δουλειά, νομίζω πως σε κάνουν πιο δημιουργικό. Όσον αφορά το κοινό, νομίζω πως πλέον είναι πιο επιλεκτικό, δεν επηρεάζεται τόσο από την τηλεόραση, έχει προσγειωθεί πιο πολύ στην πραγματικότητα μιας και η οικονομική δυσχέρεια πάντα γειώνει και αναθεωρεί τη σκέψη μας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει και μια συνειδητή στροφή προς ανθρώπους που προωθούν ένα κομμάτι της τέχνης, αποκλειστικά με δικά τους μέσα.
6. Ποιοί ρόλοι θεωρείτε ότι σας ταιριάζουν; Υπάρχει κάποιος ρόλος ζωής τον οποίο επιθυμείτε να ενσαρκώσετε;
Ποτέ δεν ονειρεύτηκα να παίξω κάποιο συγκεκριμένο ρόλο. Με γοήτευαν πάντα οι φράσεις, η μουσική που υπάρχει σε κάποια κείμενα. Θέλω να μπορώ να λέω φράσεις που κάτι δημιουργούν μέσα μου. Μετά τα πράγματα είναι πιο απλά. Αν κάτι σου αρέσει, έχεις καλύψει ένα μεγάλο μέρος του αποτελέσματος. Η επιθυμία, σου δημιουργεί την ανάγκη και η ανάγκη σε κάνει να δουλεύεις σκληρά για να καλύψεις τις προσδοκίες σου και να μη μειώσεις ποτέ την αρχική επιθυμία να πεις αυτές τις φράσεις.
7. Αν δεν ήσασταν ηθοποιός ποιό επάγγελμα θα θέλατε να ασκείτε και γιατί;
Θα ήθελα να είμαι ενδυματολόγος σε κινηματογραφικές ταινίες. Να κάνω έρευνα πάνω σε εποχές, συνθήκες, κουλτούρες, ανάλογα βέβαια με το περιεχόμενο κάθε σεναρίου. Δεν σας κρύβω, μάλιστα, πως η ενδυματολογία με συναρπάζει το ίδιο με την υποκριτική. Το να συνδυάζω πάνω σε μια παλέτα χρωμάτων, να στέκομαι σε λεπτομέρειες που μπορεί να μην προσέξει ποτέ κανείς, να σχεδιάζω και να ράβω ξεκινώντας από λευκό χαρτί και ένα κομμάτι ύφασμα. Και ύστερα, να το βλέπω ως μια ολοκληρωμένη δημιουργία τμήμα του ευρύτερου οράματος μιας κινηματογραφικής παραγωγής, ως κάτι που υπήρχε μόνο ως σκέψη.