από την Μάρθα Πατλακουτζα

Τα φώτα χαμήλωσαν.

Το Μέγαρο Μουσικής ήταν κατάμεστο. Κι όμως τα πάντα σιώπασαν στο λεπτό. Μαυροντυμένες φιγούρες σκόρπισαν πάνω στην ξύλινη σκηνή.

Το λα δόθηκε και τα μουσικά όργανα πειθάρχησαν.

Τα βήματα τηρήθηκαν με ευλαβική ακρίβεια:

 Αναμονή των μουσικών.

 Αγωνία του σολίστ.

 Προσμονή του κοινού.

Ο μαέστρος σίγουρος έκαμε την εμφάνιση του. Περήφανος και σίγουρος πήρε τη θέση του. Σήκωσε τη μπαγκέτα του και η μαγεία ξεκίνησε.

Πρώτα ακούστηκε η ανθρώπινη ανάσα και στιγμές αργότερα η ανάσα του βιολιού. Μια ψυχή αθάνατη πήρε σάρκα και οστά. Ήταν το κόκκινο βιολί.

Μπορεί ένα έργο τέχνης σκαλισμένο στο καλύτερο ξύλο, φτιαγμένο με μεράκι, από τον καλύτερο τεχνίτη της Ιταλίας, τον 17ο αιώνα να είναι ποτισμένο με αίμα;

Η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος αντέγραψαν τη ζωή κι ένα αριστούργημα κόσμησε τις σκέψεις μας.

Μελωδία γλυκόπικρη άγγιξε τις καρδιές όλων. Σε κάθε νότα και μια στάλα αίμα κύλησε αργά.

 Κάθε ήχος ξετύλιξε και μια ιστορία πόνου κι αγάπης. Το δοξάρι στα έμπειρα χέρια ζωγράφισε ζωές του χθες. Το περίφημο βιολί είχε αλλάξει χέρια, αφήνοντας το σημάδι στον κάθε ιδιοκτήτη. Τα αστέρια σταμάτησαν έκπληκτα το λαμπύρισμα. Σαν κυνηγημένα άφησαν τον κονσέρτο του ουρανό. Με ζήλια τρύπωσαν από τον φεγγίτη και κρύφτηκαν στα δάκρυα που έστεκαν μετέωρα στις κόγχες των ματιών.

Ο Ανδρέας ξέχασε τα πάντα γύρω του. Η μουσική οδήγησε χέρια, δάχτυλα και πάθος. Δεν βάστηξε τίποτα για τον ίδιο. Δόθηκε ολότελα, απόλυτα, αποκλειστικά στο κόκκινο βιολί.

Ήταν δυο χρονών. Είχε κάποιους μήνες που είχε περπατήσει και το πρώτο πράγμα που επέλεξε ήταν να καθίσει στο πιάνο. Τα δαχτυλάκια του ακούμπησαν με σιγουριά πάνω στα πλήκτρα και μια γλυκιά μουσική χοροπήδησε σε όλο το δωμάτιο.

Μεγάλωνε, ταλαντεύτηκε, απογοητεύτηκε, αγωνίστηκε κι έγινε το όνειρό του:

  Βιολονίστας.

Άραγε ήταν ευλογία ή ασφυκτικός μονόδρομος, η γνώση πως η μουσική ήταν ο ίδιος; Όμως όποια και αν είναι η αλήθεια της απάντησης, υπήρχε ένα τίμημα. Το μεγαλείο απαιτεί εσένα. Το κόστος δε ζυγίζει σε χρυσάφι ούτε διαπραγματεύεται σε δόσεις. Και έτσι το πληρώνεις και προχωράς. Μόνο που ο μουσικός μοιάζει να μην ξεπληρώνει ποτέ, μα ποτέ το χρέος του στην τέχνη που υπηρετεί. Το κάνει με ένταση, με πάθος.

Κι αυτό ακριβώς το πάθος δεν γνώρισε ποτέ του όρια. Αιώνια παραμένει ο εξάρχων της ζωής. Ακροβατεί ανάμεσα στον θρίαμβο της γέννησης και την προδοσία της τραγωδίας.

Η τελειότητα γίνεται ο στόχος της μιας και μοναδικής στιγμής που θα περάσει στην αιωνιότητα. Το άκρατο χειροκρότημα κάνει την καρδιά του Ανδρέα να αρχίσει να χτυπά κανονικά. Κουρασμένη αφήνεται στο χάδι του κοινού. Το βλέμμα ταπεινό χαμηλώνει. Τα χείλη ψιθυρίζουν ξανά και ξανά ευχαριστώ. Ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα ακουμπά στη σκηνή. Τον θρίαμβο δεν τον κρατά για κείνον, αν και του ανήκει. Τον παραδίνει στους συνεργάτες του μουσικούς. Στην τέχνη είναι όλοι μαζί.

Αφιερωμένο στον Ανδρέα Παπανικολάου, σολίστ και βιολονίστας στην Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, εμπνευσμένο από τη «Μουσική στον Κινηματογράφο», στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, στις 11 Νοεμβρίου 2016.