από τον Φώτιο Καλιαμπάκο.
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Με θριαμβευτικό τρόπο, τουλάχιστον όσον αφορά τις ερμηνείες των τραγουδιστών, ολοκληρώθηκε στη Μητροπολιτική Όπερα, η σειρά των παραστάσεων της εναρκτήριας νέας παραγωγής του αριστουργήματος του Ρίχαρντ Βάγκνερ «Τριστάνος και Ιζόλδη».
Η σκηνοθεσία του του Πολωνού Mariusz Treliński μετέφερε τη δράση σε ένα πολεμικό πλοίο, μάλλον του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, με τα ηλεκτρονικά εφέ από την αρχή της παράστασης να αναπαριστούν ένα ηλεκτρονικό πηδάλιο ή και στόχαστρο. Όλα αυτά σε σκοτεινό φόντο, συνήθως στις καμπίνες και τα γεμάτα οβίδες και βαρέλια με χημικά αμπάρια του πλοίου, με επιπλέον εφέ που παρέπεμπαν στο σκοτεινό ουρανό και τις κινήσεις των νερών της θάλασσας.
Όλο αυτό το μάλλον ζοφερό σκηνικό, που ανάγκαζε το θεατή να μένει στο σκοτάδι επί πέντε περίπου ώρες, μάλλον στόχευε στο να τον βοηθήσει στην περιήγησή του στα κατάβαθα του ανθρώπινου ψυχισμού, αφού αυτά στην ουσία αφορά η μετατροπή από τον Βάγκνερ, μιας σχετικά απλής ιστορίας έρωτα και θανάτου σε ένα πολύωρο, δραματικά και μουσικά πολύπλοκο και βέβαια εξόχως αριστουργηματικό δράμα.
Λίγα χρόνια μετά την ολοκλήρωση της όπερας, ο Σίγκμουντ Φρόιντ, βγαίνοντας από έναν παρόμοιο κόσμο ιδεών στο τέλος του 19ου αιώνα, θα περιγράψει και αυτός, στη γλώσσα όμως αυτή τη φορά της Ψυχανάλυσης, την οποία και θεμελίωσε, παρόμοια φαινόμενα, όπως αυτά που δραματοποιεί ο Βάγκνερ, μιλώντας για τη σημασία των ονείρων καθώς και τη σχέση που έχει το, σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στην όπερα, ισχυρότερου του ενστίκτου της επιβίωσης, ένστικτο του έρωτα (Liebestrieb) με το ένστικτο του θανάτου (Todestrieb).

Και ενώ ο Βάγκνερ έχει με απαράμιλλη ευφυία ενσωματώσει όλους αυτούς τους προβληματισμούς του στη μουσική του, η ορχηστρική επίδοση κατά την ταπεινή μας γνώμη δεν στάθηκε ικανή να ανταποκριθεί στην πολυπλοκότητα και το βάθος της μεγαλειώδους σύνθεσης.
Κυρίως στιλιστικά και δραματικά, αλλά και με κάποιες τεχνικές ελλείψεις και αστοχίες, η ορχήστρα υπό τη διεύθυνση του Ισραηλινού Asher Fisch, ήταν, με ελάχιστες εξάρσεις κυρίως των εγχόρδων και των ξύλινων πνευστών, στη μεγαλύτερη διάρκεια της παράστασης εκτός κλίματος, με τα χάλκινα πνευστά να δίνουν σε κάποιες στιγμές την εντύπωση ότι ερμηνεύουν κάποιον άλλο συνθέτη.

Αυτό μάλλον προκάλεσε έκπληξη στον υπογράφοντα, μια και η ορχήστρα της Μετροπόλιταν, όχι μόνο είναι κατά τεκμήριο η καλύτερη της πόλης, αλλά και η μοναδική στην ένθεν πλευρά του Ατλαντικού και μια από τις πολύ λίγες στον κόσμο που μπορεί να αποδώσει στο πνεύμα των βαγκνερικών δραμάτων, κάτι που έχει αποδείξει κατά κόρον στο παρελθόν αποτελεί κυρίως τον καρπό της πολύχρονης συνεργασίας της με τον James Levine, έναν από τους σπουδαιότερους ερμηνευτές του Βάγκνερ σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και της βαθιάς εξοικείωσης με τα έργα. Ίσως αυτό να ήταν διαφορετικό στις πρώτες παραστάσεις της σειρά που διηύθυνε ο Σερ Σάιμον Ρατλ.
Ανεπηρέαστοι σε κάθε περίπτωση από το ημίφως της σκηνοθεσίας και τη μέτρια επίδοση της ορχήστρας οι τραγουδιστές ξεχώρισαν και κράτησαν καθηλωμένο το κοινό καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Πάντοτε σε κορυφαίο επίπεδο ο Γερμανός μπάσος Ρενέ Πάπε ήταν αψεγάδιαστος και επιβλητικός στο ρόλο του βασιλιά Μάρκε.

Εξαιρετικός, δυναμικός και ευαίσθητος, ο Αυστραλός τενόρος Stuart Skelton στο ρόλο του Τριστάνου. Και οι δύο συνοδοί των πρωταγωνιστών, η Ekaterina Gubanova σαν Brangäne και του Evgeny Nikitin ως Kurwenal, με τους οποίους ο Βάγκνερ συνοδεύει μουσικά αλλά και δραματικά την Ιζόλδη στην πρώτη και τον Τριστάνο στην τρίτη πράξη αντίστοιχα, ανταποκρίθηκαν εξαιρετικά στα φωνητικά και υποκριτικά τους καθήκοντα.
Η βραδιά όμως ανήκε δικαιωματικά στη Νίνα Στέμε! Η σπουδαία Γερμανίδα σοπράνο, για δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες, αφού είχε διακριθεί ιδιαίτερα και ως Ηλέκτρα στο τέλος της περσινής περιόδου, καθήλωσε το κοινό καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, ήταν φωνητικά εντυπωσιακή, ιδιαίτερα στις υψηλές τονικές περιοχές του εξόχως απαιτητικού ρόλου, άριστη υποκριτικά, διαφοροποιούσε κάθε λέξη του κειμένου στις πολυδαίδαλες ψυχολογικές διαδρομές, που διανύει ο χαρακτήρας κατά τη διάρκεια του σχεδόν πεντάωρου αριστουργήματος, και είχε αρκετή δύναμη στο τέλος για να αποδώσει με μοναδικό τρόπο την εμβληματική άρια «Mild und Leise», με την οποία η Ιζόλδη θρηνώντας για το σύντροφό της, αποχαιρετά και η ίδια τη ζωή.
Στην παράσταση της 27ης Οκτωβρίου, τελευταία της σειράς, που παρακολουθήσαμε, η σπουδαία τραγουδίστρια έφτασε τον τριψήφιο αριθμό παραστάσεων στο συγκεκριμένο ρόλο, ήταν κατά συνέπεια κατά κυριολεξία, αλλά θα λέγαμε και λόγω της κορυφαίας επίδοσής της και μεταφορικά, εκατό φορές Ιζόλδη!