Από την Ειρήνη Φραγκάκη
Είδα να καίγεται το χθες.
Απορροφημένη καθώς ήμουν από ένα σήμερα που σιγόσβηνε, άφησα να σβήσουν στη λήθη, σκέψεις, μνήμες και φωνές.
Εκείνες τις φωνές που κάποτε λεηλατούσαν το “τότε σήμερα” και πάλευαν να βγουν νικήτριες απέναντι στη λογική του αύριο.
Κι έκαιγαν οι άτιμες, αχ πως έκαιγαν. Φλεγόμενες γλώσσες γίνονταν κι έγλυφαν τα πιο βαθιά κι ανείπωτα προδομένα όνειρα που έταξαν οι άνθρωποι.
Με λόγια παραμορφωμένα από αταίριαστα συναισθήματα, με ήχους κωφούς που δεν αντιλαμβάνονται την αξία των αισθήσεων.
Μα… αν δεν υπήρχαν τα λόγια, ίσως δεν θα ’χε αξία να ζούμε. Ο άνθρωπος επιβιώνει χωρίς αυτά αλλά δεν ζει η καρδιά.
Εκείνη θέλει πάντα ν’ ακούσει, να γλυκαθεί, να νιώσει. Θέλει λόγια. Λέξεις γεμάτες νοήματα για να σχηματίσει εικόνες, να ονειρευτεί. Θέλει ταξίματα και χάδια η καρδιά, αλλιώς δεν μπορεί να ζήσει. Χτυπάει κι ο χτύπος της είναι κοιμισμένος. Άρρωστος. Δεν αντέχει τη σιωπή, τη μόνιμη σιωπή. Αν δεν την σπάσει δεν έχει νόημα για εκείνη να υπάρχει.
«Μίλησέ μου» απαιτεί διαρκώς από την άλλη καρδιά, αυτή που κάθε φορά έχει κοντά της, κι αν δεν της μιλήσει, αν δεν της δώσει σημασία, την πιάνει το παράπονο και στάζει δάκρυα που άλλοτε φτάνουν στα μάτια και άλλοτε όχι.
Όπως και να ’χει όμως, είναι πίκρα και πόνος και στέρηση.
Μοιάζει με μωρό η καρδιά που για να ηρεμήσει θέλει την αγκαλιά και το στήθος της μάνας του για να νιώσει ασφάλεια και να πάρει το γάλα. Για την καρδιά τούτο το γάλα και η ασφάλεια, είναι τα λόγια.
Οι λέξεις. Οι μελένιες λέξεις. Αυτές θα ηρεμήσουν τις αγρύπνιες της και θα νανουρίσουν τις φοβίες της. Αφού… καρδιά χωρίς φοβίες δεν υπάρχει κι ας μιλάνε για σκληρές καρδιές, καρδιές που αντέχουν, καρδιές που δεν θέλουν πολλά.
Απ’ όποιο υλικό και να ’ναι φτιαγμένες… έχουν αυτιά οι καρδιές. Είναι γεμάτες αυτιά. Θέλουν να ακούνε. Παραμύθια θέλουν, να μιλάνε μόνο για καλές νεράιδες και με δράκους που έχουν εξοντωθεί απ’ το κοντάρι των αγαπημένων τους.
Όλες οι καρδιές άλλωστε χάρτινες είναι, γιατί πάνω σε όλες γράφονται με αίμα οι στιγμές, άσχετα αν σε κάποιες το χαρτί είναι τέτοιας ποιότητας που με τον χρόνο όσα γράφτηκαν, σβήνονται, κάνοντας τες, άδειες, κενές, σαν να μην είχαν ποτέ τους ιστορία.
Όχι, οι καρδιές χωρίς λέξεις, δεν ζουν. Κι ας είναι σκέτη λάβα. Κι αν καίγεσαι στο πέρασμά τους, στη θύμησή τους.
Και μοχθούν γι’ αυτό και αναιρούν ζωές, στιγμές, καθαιρούν ανθρώπους αν αυτές τις λέξεις δεν μπορούν να τις δώσουν. Κι ας ξέρουν πως όλα όσα ακούνε -όπως και όσα λένε- κλεμμένα καυτά λόγια είναι, που θα ειπωθούν ξανά και ξανά σε πολλούς και ίσως και να μην αλλάξει ούτε ο ήχος τους.
Γιατί απλά, η ζωή κυλάει μ’ επανάληψη, τόσο πολύπλοκα και τόσο μπερδεμένα…
Με λάβαρο τη φλόγα της φωνής και λάφυρο τους χτύπους της καρδιάς…